Posts

Το ημερολόγιο του Bobby Sands

Το ημερολόγιο του Μπόμπι Σαντς

απόσπασμα από την εισαγωγή του Ντάνι Μόρισον

Τις πρώτες μέρες της απεργίας του, στο Μπλοκ Η, που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο, ο Μπόμπυ Σαντς κρατούσε ένα μυστικό ημερολόγιο στο οποίο έγραφε τις σκέψεις και τις απόψεις του, κυρίως στα αγγλικά και πότε πότε στα γκαηλικά (σημείωση των μεταφραστών: στην ιρλανδική γλώσσα).

Δεν  φοβόταν  το θάνατο και είχε ξεκαθαρίσει στο νου του πως η απεργία πείνας γινόταν για κάτι πιο μεγάλο από την ικανοποίηση των πέντε αιτημάτων των κρατουμένων και πως θα είχε μεγάλες επιπτώσεις για τη βρετανική κυριαρχία στην Ιρλανδία. (Κι αυτό πολύ πριν από τη σαρωτική νίκη του στις βουλευτικές εκλογές της Φερμάνα και της νότιας Τυρόν στις 9 του Απρίλη 1981).

Πίστευε ότι η θυσία των απεργών πείνας, σε περίπτωση που δεν θα ικανοποιούνταν τα πέντε αιτήματα, θα προκαλούσε στον ιρλανδικό λαό την ίδια αντίδραση που είχε προκαλέσει το ματοκύλισμα της Πασχαλινής Εξέγερσης του 1916, δηλαδή το ξεσήκωμα του εθνικού φρονήματος που θα απέβαινε μοιραίο για τη βρετανική κυριαρχία στην Ιρλανδία.

Τον Μπόμπυ Σαντς ακολούθησαν στην απεργία πείνας ο Φράνσις Χιουζ στις 15 του Μάρτη 1981 και οι Ρέιμον Μακρίς και Πάτσι Ο’ Χάρα στις 22 του ίδιου μήνα. Και οι τέσσερις πεθαίνουν τον Μάη, σε διάστημα 16 ημερών. Όταν κάποιος αγωνιστής πέθαινε, αμέσως κάποιος άλλος εθελοντής από τους Blanket men, τον αντικαθιστούσε.

Το ημερολόγιο γράφτηκε πάνω σε χαρτί αποχωρητηρίου με το εσωτερικό ανταλλακτικό ενός στυλό που ο Μπόμπι Σαντς έκρυβε στο ίδιο του το κορμί, όπως κι άλλα απαγορευμένα είδη (τσιγάρα, σπίρτα, πένες), γιατί τα κελιά των «ανθρώπων της κουβέρτας» ήταν γυμνά, χωρίς έπιπλα, χωρίς κανένα χώρο όπου να μπορεί κάποιος να κρύψει οτιδήποτε στις συχνές έρευνες που γίνονταν στα κελιά.

Τις πρώτες 17 μέρες της απεργίας πείνας ο Μπόμπι έχασε 16 λίβρες  βάρος. Τη Δευτέρα 23 Μάρτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών όπου πέθανε έξι εβδομάδες αργότερα, την Τρίτη, 5 Μάη 1981.  /…/

Κυριακή, 1 Μάρτη 1981

Στέκω στο κατώφλι ενός άλλου τρεμάμενου κόσμου. Ο Θεός ας ελεήσει την ψυχή μου.

Η καρδιά μου πονάει γιατί, το ξέρω, πλήγωσα τη φτωχή μου μάνα και μέσα στο σπιτικό μας πλανιέται μια αβάσταχτη αγωνία. Αλλά τα σκέφτηκα όλα, κι απ’ όλες τις μεριές, και δοκίμασα τα πάντα  για ν’ αποφύγω το αναπόφευκτο που επέβαλαν, στους συντρόφους μου και σε μένα, 4,5 χρόνια απέραντης απανθρωπιάς.

Είμαι πολιτικός κρατούμενος. Είμαι πολιτικός κρατούμενος γιατί είμαι αιχμάλωτος ενός μακρόχρονου πολέμου ανάμεσα στον καταπιεσμένο Ιρλανδικό λαό και σ’ ένα εχθρικό, καταπιεστικό κι ανεπιθύμητο καθεστώς που αρνιέται να αποσυρθεί από την πατρίδα μας και τα χώματά μας.

Πιστεύω στο ιερό δικαίωμα και αγωνίζομαι για το ιερό δικαίωμα του ιρλανδικού έθνους να ζήσει ελεύθερο και ανεξάρτητο, για το δικαίωμα κάθε Ιρλανδού και Ιρλανδής να το διεκδικήσουν με ένοπλο αγώνα. Γι΄ αυτό με φυλάκισαν, με βασάνισαν και βρίσκομαι τώρα στο κελί μου γυμνός.

Στο βασανισμένο μου μυαλό κυριαρχεί η σκέψη πως στην Ιρλανδία δεν θα υπάρξει ειρήνη μέχρι να πάρουν πόδι από εδώ οι ξένοι, Βρετανοί τύραννοι, αφήνοντας τον ιρλανδικό λαό ως ενιαίο σύνολο, να ελέγχει τις δικές του υποθέσεις, να καθορίζει ελεύθερος τα πεπρωμένα του, ελεύθερος στο νου και στο σώμα, ξέχωρος και ανεξάρτητος στις ιδιαιτερότητές του, τις φυσικές, πολιτιστικές και οικονομικές.

Πιστεύω πως είμαι ένας ακόμη βασανισμένος Ιρλανδός, γέννημα μιας εξεγερμένης γενιάς με βαθιά ριζωμένο, ακατανίκητο πόθο για λευτεριά. Βαδίζω στο θάνατο, όχι μόνο για να δοθεί ένα τέλος στη βαρβαρότητα των Η-Μπλοκ ή για να κερδίσουμε την αναγνώρισή μας ως πολιτικοί κρατούμενοι. Τραβάω αυτό το δρόμο κυρίως επειδή ό,τι χάνεται εδώ μέσα, ταυτόχρονα χάνεται και για τη Δημοκρατία. Τον περπατώ γι’ αυτούς τους βασανισμένους και καταπιεσμένους, όντας βαθιά περήφανος που τους γνωρίζω ως τον «ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟ ΛΑΟ».

Σήμερα δεν υπήρχε ο ενθουσιασμός και το «καινούργιο» που είχε φέρει η 27 του Οκτώβρη (στμ: η μέρα που ξεκίνησε η πρώτη απεργία πείνας). Οι γνωστοί μπάτσοι δεν είχαν βάρδια σήμερα. Χωρίς αμφιβολία, νωρίς νωρίς αύριο οι γνωστοί γλείφτες και οι εκκολαπτόμενοι τύραννοι θα κάνουν την επανεμφάνισή τους το ίδιο πρόθυμοι όπως πάντα.

Έγραψα μερικές σημειώσεις για τα κορίτσια της Αρμά, σήμερα. Θέλω τόσα πολλά να πω γι΄ αυτές, για το θάρρος, την αποφασιστικότητα και την αδάμαστη θέλησή τους για αντίσταση. Για μένα μετρούν το ίδιο όπως οι άλλες Ιρλανδές ηρωίδες, η Κόμισσα Μαρκιέβιτς, η Ανν Ντέβλιν, η Μαίρη Ανν Κράκεν, η Μαρί Μακ Σουίνι, η Μπέτσι Γκρέι κι όλες οι άλλες που τόσο αγαπάμε.  Κι είναι και άλλες, η Ανν Πάρκερς, η Λώρα Κρόουφορντ, η Ρόσμαρι Μπλέικλι, και πραγματικά ντρέπομαι που δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες.

Υπήρχε μια σοβαρότητα στη Θεία Λειτουργία σήμερα και τα παιδιά αλύγιστα, όπως πάντα.   Έφαγα το συνηθισμένο εβδομαδιαίο κομματάκι φρούτου χτες βράδυ. Και η διαολεμένη μοίρα το έφερε να είναι πορτοκάλι (σημ:  Orange State: Πορτοκαλί Κράτος, το κράτος των προτεσταντών) και, τραγική ειρωνεία, ήταν πικρό. Το φαί το άφησαν κοντά στην πόρτα και φυσικά, όπως το περίμενα, η μερίδα μου είναι πολύ πιο μεγάλη από το συνηθισμένο. Τουλάχιστον απ’ αυτή του συγκρατούμενού μου Μάλαχι.

 

Δευτέρα, 2 Μάρτη 1981

Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των μπάτσων, τερματίσαμε σήμερα το πρωί την απεργία πλυσίματος. Μας μετακίνησαν στην πτέρυγα Β, που κατά τους ισχυρισμούς τους ήταν καθαρή.

Δείξαμε πολλή ανεκτικότητα σήμερα. Μας έκαναν έρευνα καθώς γυρίζαμε από τα αποχωρητήρια. Μερικοί από τους συντρόφους περίμεναν τρεις ώρες για να πάνε στην τουαλέτα, και μόνο 4-5 κατάφεραν να πλυθούν, πράγμα που δείχνει την …τόση προθυμία των μπάτσων να μας κάνουν να σταματήσουμε την απεργία πλυσίματος. Μας αντιμετωπίζουν με κάμποση δόση ποταπής εκδικητικότητας.

Είδα το γιατρό. Είμαι 64 κιλά και δεν έχω προβλήματα. Ο ιερέας, ο πάτερ Τζον Μάρφι, ήταν μέσα απόψε και μιλήσαμε λίγο. Άκουσα πως η μητέρα μου μίλησε χτες σε μια διαδήλωση στο Μπέλφαστ και πως η Μαρκέλλα έκλαιγε. Αυτό μου τόνωσε το ηθικό. Δεν ανησυχώ καθόλου για τον μικρό αριθμό των διαδηλωτών που πήραν μέρος στην πορεία.

Ενοχλήθηκα πολύ χτες βράδυ όταν άκουσα τη δήλωση του επίσκοπου Ντέλι (σημείωση των εκδοτών: είχε δημοσιευτεί την Κυριακή και καταδίκαζε την απεργία πείνας).

Πάλι χρησιμοποιεί τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της ηθικής του. Φαίνεται ότι ξεχνά πως οι δολοφόνοι όλων εκείνων των αθώων Ιρλανδών της «Ματωμένης Κυριακής» στο Ντέρι, βρίσκονται ακόμη ανάμεσά μας. Κι ακόμη ξέρει, και ίσως καλύτερα από κάθε άλλον, τι συμβαίνει εδώ μέσα στα Η-Μπλοκ.

Κάπου στα τέλη του 1978 διάβασα ένα σχόλιο για τη δήλωση του τότε αρχιεπίσκοπου Ο΄Φέι. Έλεγε πως οι Ιρλανδοί πρέπει να νιώθουν αιώνια ντροπή γιατί ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να ταρακουνήσει την ηθική συνείδηση του λαού για το θέμα των  Η-Μπλοκ. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, και στο μεταξύ έχουμε υποστεί πολλά.  Για την ακρίβεια, χειρότερή μας εμπειρία ήταν η χρονιά του 1979. Τώρα αναρωτιέμαι ποιος άραγε θα ταρακουνήσει την ηθική συνείδηση του καρδινάλιου (…).

Όποιος είναι σωστός και δίκαιος ας σηκωθεί πάνω κι ας φωνάξει μαρτυρώντας και για το άδικο και για το δίκαιο.

Αλλά ξέρουμε τι θα πουν όλοι αυτοί: «αυτό είναι πολιτικό και η θέση μας δεν μας επιτρέπει να μπλεκόμαστε με την πολιτική». Δεν είναι όμως αλήθεια! Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πολιτικά «πιστεύω» και είναι φανερό πως η «πολιτική» τους είναι διαφορετική, δηλαδή απλά, αγγλική.

Ο πατέρας του καλού μου φίλου Τόμποϊ πέθανε σήμερα. Ήμουν πολύ ταραγμένος και αναστατώθηκα.

Πήρα διάφορα σημειώματα από την οικογένειά μου και από φίλους. Διάβασα μόνο το γράμμα της μητέρας μου κι ήταν ό,τι πραγματικά χρειαζόμουν. Ξαναβρήκε την αγωνιστικότητά της. Είμαι χαρούμενος τώρα. Ο παλιός μου φίλος Σιόνα Γουόλς (άλλος ένας «άνθρωπος της κουβέρτας») μου έγραψε επίσης.

Μου κατέβηκε μια ιδέα για ποίημα, ίσως αύριο προσπαθήσω να το γράψω.

 

Κάθε φορά που αισθάνομαι πεσμένος σκέφτομαι την Αρμά και τον Τζέιμς Κόνολι. Τις σκέψεις αυτές δεν μπορούν να μου τις πάρουν ποτέ.

 

Τρίτη, 3 Μάρτη 1981

Αισθάνομαι τρομερά καλά σήμερα (είναι μόλις η τρίτη μέρα, αλλά το ίδιο μου κάνει, αισθάνομαι υπέροχα). Το πρωί με επισκέφτηκαν δυο δημοσιογράφοι, ο Ντέιβιντ Μπέρσφορντ της «Γκάρντιαν» και ο Μπρένταν Ο΄Κuoïr των Irish Times. Δεν μπόρεσα να τους εξηγήσω επακριβώς τις σκέψεις μου. Θα μπορούσα να τους τα είχα πει καλύτερα.

63 κιλά σήμερα. Ε και τι έγινε.

Ο πάτερ Τόνερ ήταν μέσα σήμερα. Νιώθω πως με ζυγίζει ψυχολογικά για να το εκμεταλλευτεί αργότερα. Ελπίζω να κάνω λάθος αλλά δεν νομίζω. Γι’ αυτό απόψε προσπάθησα να του βγάλω από το μυαλό τέτοιες ιδέες. Νομίζω πως πρέπει να το κατάλαβε αλλά θα δούμε το κατά πόσο το αποδέχεται. Έκανα επίθεση ενάντια στον επίσκοπο Ντέλι και δεν μπόρεσε να τον υπερασπιστεί, ή τουλάχιστον δεν το προσπάθησε.

Έγραψα μερικές σημειώσεις για τη μάνα μου και τη Μαίρη Ο’ Ντόιλ στην Αρμά. Θα τους γράψω περισσότερα αύριο. Τα παιδιά έχουν πλυθεί όλα, όμως εγώ δεν πλύθηκα σήμερα. Προσπαθούσαν μέχρι αργά να πάρουν άντρες για το πρώτο τους πλύσιμο. Κάπνισα μερικά στριφτά τσιγάρα σήμερα, είναι από τα είδη πολυτελείας του Η-Μπλοκ. Έχουν βάλει τραπέζι σήμερα στο κελί και βάζουν τώρα το φαί πάνω σ’ αυτό, μπροστά στα μάτια μου. Αλλά μιλάω ειλικρινά, δε δίνω πεντάρα, ακόμη κι αν το βάλουν πάνω στα γόνατά μου. Συνεχίζουν να μου κάνουν ηλίθιες ερωτήσεις όπως : «Ακόμη δεν έφαγες;»

Δεν έγραψα ακόμη το ποίημά μου, ίσως αύριο. Το πρόβλημα είναι πως τώρα έχω περισσότερες ιδέες.

Πήρα σήμερα εφημερίδες κι ένα βιβλίο. Τις «Μικρές Ιστορίες» του Κίπλινγκ, με μια μάλλον μακροσκελή εισαγωγή του Σόμερσετ Μομ. Αυτόν τον τελευταίο τον αντιπάθησα αμέσως διαβάζοντας ένα σχόλιό του για τους Ιρλανδούς, της περιόδου που Κίπλινγκ ανέβαινε ως συγγραφέας. «Η αλήθεια είναι ότι οι Ιρλανδοί με τις ανοησίες τους ξεπέρασαν τα όρια». Σκασίλα μου, σκέφτηκα, κι ήταν μεγάλο κρίμα που δεν ξεπέρασαν τα όρια ακόμη περισσότερο !! Τον Κίπλινγκ τον ξέρω καλά, όπως και τη σύνδεσή του με το Όλστερ. Θα διαβάσω τις ιστορίες του αύριο.

 

Τα παιδιά λένε τώρα το ροζάριο  δυο φορές τη μέρα. Δεν έχω τίποτα άλλο, αυτά λοιπόν γι’ απόψε. (σημείωση των μεταφραστών: γραμμένο στα γκαηλικά)

 

Τετάρτη, 4 Μάρτη 1981

Ο πάτερ Μάρφι ήταν μέσα απόψε. Δεν αισθάνθηκα κι άσχημα σήμερα, αν και πρόσεξα πως αρχίζω να χάνω την ενεργητικότητά μου.

Αλλά είναι νωρίς ακόμη. Έκανα ντους σήμερα κι έκοψα τα μαλλιά μου, κάτι που μ’ έκανε να νιώσω όμορφα.  Τα παιδιά με πειράζουν: «φαίνεσαι δέκα χρόνια νεότερος», αλλά εγώ νιώθω είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, αναπόφευκτη συνέπεια οκτώ χρόνων βασανιστηρίων και φυλακής.

Έμαθα για το νέο σχέδιο Ρήγκαν-Θάτσερ κι ένιωσα τρομερή αηδία και θυμό. Είναι φανερό πια πως σκοπεύουν ν’ αντιδράσουν στο ρωσικό επεκτατισμό με ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό για να προστατέψουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, όπως λένε. Τι πραγματικά θέλουν όμως; Εποφθαλμιούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων εθνών, θέλουν να κλέβουν ό,τι δεν έχουν, και για να το κάνουν (όπως ίσως το μέλλον δυστυχώς θα αποδείξει), θα δολοφονούν τους καταπιεσμένους λαούς και θα τους αρνούνται το δικαίωμα να ζουν ως κυρίαρχα έθνη. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως ο κύριος Χάουεϊ στην Ιρλανδία θα ακολουθήσει αυτή τη γραμμή μόλις η Θάτσερ το απαιτήσει.

 

Παρατήρησα κάτι το σπάνιο σήμερα: μαρμελάδα με το τσάι. Από τον τρόπο που οι μπάτσοι …αγριοκοίταζαν το φαί, φαίνεται πως το έχουν πολύ περισσότερο ανάγκη από μένα.

 

Πέμπτη, 5 Μάρτη 1981

Ήρθαν από το τμήμα ευημερίας σήμερα και με πληροφόρησαν πως ο πατέρας μου ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο. Προσπάθησαν να με κάνουν να γονατίσω, να παρακαλέσω για να βρεθώ για λίγο με την οικογένειά μου. Στενοχωρήθηκα για την αρρώστια του πατέρα μου, αλλά ένιωσα ανακούφιση όταν έμαθα πως είχε πια βγει από το νοσοκομείο. Ό,τι και να γίνει, εγώ πρέπει να συνεχίσω.

Είχα ένα φοβερό πονόδοντο σήμερα κι ανησύχησα, αλλά πάει πια, μου πέρασε.

Διάβασα τη δήλωση του Άτκινς (σ.μετ: Συντηρητικός Βρετανός πολιτικός) στη βουλή των κοινοτήτων. Σκατά ! (Σημείωση του εκδότη : ο Άτκινς είχε δηλώσει ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν θα υποχωρούσε ούτε ίντσα από τις επίσημα διακηρυγμένες θέσεις της). Δεν ενοχλούμαι γιατί ήμουν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, και μέχρι το μοιραίο τέλος θ’ ακούσω πολλά παρόμοια.

Διάβασα τις ιστορίες του Κίπλινγκ και βρήκα κάτι καλό. Το γράφω εδώ:

«Η γη λευτέρωσε τον γίγαντα νεκρό

που σαν παλίρροια ήρθε στο στρατόπεδό μας

Μας είπε τα δικά του και τραβώντας

μας άφησε τις καρδιές λαμπαδιασμένες

Κρατήστε τ’ άρματα γερά, κι εκδίκηση

θα πάρουμε για το νεκρό μας σύντροφο

σαν θα΄ρθει η ώρα των λογαριασμών

μπρος στο Θεό»

 

Ελπίζω όχι, είπα στον εαυτό μου. Αλλά η ελπίδα δεν ήταν καν ελπίδα, δεν ήταν παρά ένα σχήμα λόγου. Ελπίζω βέβαια, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ελπίζουν και ποτέ να μη λυγίζουν. Αλλά ελπίζω μόνο στην τελική νίκη του λαού μας. Υπάρχει άραγε ωραιότερη ή μεγαλύτερη ελπίδα από αυτή; Προσεύχομαι γονατιστός γλείφτη! (και μερικοί μπορεί να πουν πως το κάνω επειδή δεν έχω από πουθενά αλλού να πιαστώ). Αλλά πιστεύω στο Θεό και τολμώ να πω πως τον τελευταίο καιρό τα πάμε μια χαρά οι δυο μας.

Αγνοώ τη θέα της τροφής που καθημερινά βάζουν μπροστά στα μάτια μου. Αλλά λαχταρώ μαύρο, χωριάτικο ψωμί, βούτυρο, ολλανδικό τυρί και μέλι. Χα, χα, χα, δεν με βλάπτει η σκέψη αυτή γιατί πιστεύω πως η υλική τροφή δεν είναι αρκετή για να ζήσει ο άνθρωπος για πάντα, και με ξαλαφρώνει το γεγονός πως θα βρω υπέροχη τροφή εκεί πάνω, αν την αξίζω.

Και μετά κολλάω στην τρομαχτική ιδέα πως εκεί πέρα δεν τρώνε. Αλλά πού ξέρεις, αν εκεί έχουν κάτι καλύτερο από το μαύρο, χωριάτικο ψωμί, το τυρί, το μέλι και τα λοιπά, ε λοιπόν, δεν θα είναι κι άσχημα.

Οι άνεμοι του Μάρτη φυσάνε μανιασμένα σήμερα, θυμίζοντάς μου πως τη Δευτέρα γίνομαι 27 χρονών. Τελειώνω τώρα. Ο δρόμος μου μόλις άρχισε, κι αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Είμαι 62 κιλά, και γενικά είμαι πολύ καλά από φυσική και ψυχική κατάσταση.

 

Παρασκευή, 6 Μάρτη 1981

Δεν μ’ επισκέφτηκε ιερέας ούτε χτες ούτε απόψε. Ούτε μ’ άφησαν να δω τον δικηγόρο μου  –  ακόμη ένα βήμα προς την απομόνωσή μου που όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο αδυσώπητα θα εφαρμόζουν. Πιστεύω πως θα με μετακινήσουν πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα σε μια άδεια πτέρυγα της φυλακής. Θα μου λείψουν τα παιδιά, αλλά ξέρω, ο δρόμος είναι δύσκολος και θα πρέπει να παλέψω για το καθετί αν θέλω να νικήσω. Ένιωσα δυο φορές σήμερα έλλειψη ενέργειας κι αισθάνομαι ελαφρά αδύναμος. Είμαι σίγουρος πως οι μπάτσοι μετρούν ή ζυγίζουν κάθε σπυρί φασόλι, κάθε κομματάκι πατάτας, της τροφής που τόσο αδιάντροπα βάζουν σε τεράστιες ποσότητες στο κελί μου. Οι φτωχοί ηλίθιοι δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει πως ο γιατρός με εξετάζει για να δει αν έχω ίχνη τροφής στο στομάχι. Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, δεν σκοπεύω να δοκιμάσω τους ορεχτικούς μεζέδες τους. Προς το παρόν, κοιμάμαι καλά τις νύχτες γιατί αποφεύγω να κοιμάμαι τη μέρα, και παράξενο, έχω ευχάριστα όνειρα κι ακόμα δεν έχω πονοκεφάλους. Το χρωστάω άραγε στο πνευματικό μου σθένος ή θα το πληρώσω αύριο ή ίσως αργότερα; Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα μπορώ να γράφω αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα.

Η φίλη μου η Τζένιφερ έφαγε είκοσι χρόνια σήμερα. Με πείραξε αφάνταστα (σημείωση του εκδότη: η Τζένιφερ Μακ Καν, 21 χρονών, από το Τούινμπρουκ του Μπέλφαστ, καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση γιατί είχε πυροβολήσει έναν βορειο-ιρλανδό αστυνομικό). Δεν έχω καμιά αμφιβολία ή αναστολές για ό,τι κάνω αυτή τη στιγμή γιατί έχω συνείδηση του τι πέρασα τα τελευταία οχτώ χρόνια, και ειδικά τα τελευταία τεσσεράμισι, κι είμαι σίγουρος πως θα το αντιμετωπίσουν κι άλλοι, αγόρια και κορίτσια που είναι ακόμα σχολιαρόπαιδα, ακόμα κι ο Τζέραρντ και ο Κέβιν (σημείωση των εκδοτών: γιος και ανιψιός, αντίστοιχα, του Μπόμπι) και χιλιάδες άλλοι.

Δεν θα μπορέσουν ποτέ να ποινικοποιήσουν τον αγώνα μας. Δεν θα μπορέσουν να ληστέψουν την πραγματική μας ταυτότητα, να μας στερήσουν την ατομικότητά μας, να μας απολιτικοποιήσουν  και να μας μεταπλάσουν σε συστηματοποιημένα, ιδρυματοποιημένα, νομοταγή, «καθώς πρέπει» ρομπότ. Δεν θα καταφέρουν ποτέ να φορέσουν στον εθνικοαπελευθερωτικό μας αγώνα την ταμπέλα του εγκληματία.

Δεν κατάφερα, ούτε και μετά από τόσα βασανιστήρια, να κατανοήσω τη βρετανική λογική. Εδώ και οχτώ αιώνες δεν μπόρεσαν να κάμψουν το ηθικό των ανθρώπων που αρνιούνται να λυγίσουν. Δεν μπόρεσαν να σπάσουν το ηθικό, να μας κατακτήσουν ή να κάμψουν την αγωνιστικότητα του λαού μου, ούτε θα το πετύχουν.

Ίσως είμαι αμαρτωλός, αλλά νιώθω ευτυχισμένος – ακόμη κι αν πεθάνω – ξέροντας πως δεν έχω να λογοδοτήσω για ό,τι έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι στο ιστορικό έθνος μας.

Έρχονται στο νου μου ο Τόμας Κλαρκ, η Μακ Ξουίνι, ο Σταγκ, ο Γκάουαν, ο Τόμας Άστι, η Μακ Κάουεϊ. Θεέ μου, έχουμε τόσους πολλούς νεκρούς, που ακόμα ένας δεν σημαίνει τίποτα γι΄αυτούς τους βαλέδες, ή τουλάχιστον έτσι λένε, γιατί κάποια μέρα θα πληρώσουν για όλους αυτούς.

Όταν σκέφτομαι τον Κλαρκ, θυμάμαι την εποχή που πέρασα στην πτέρυγα Β,  στη  φυλακή της οδού Κρόουμλιν, το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1977. Τότε ακριβώς κατάλαβα τι είχα ν’ αντιμετωπίσω. Δεν θα το περιγράψω γιατί πολλοί από τους συντρόφους πέρασαν τα ίδια κι έτσι καταλαβαίνουν. Σκέφτομαι πως κάποια άτομα (ίσως κάμποσα) με θεωρούν υπεύθυνο για την απεργία πείνας αλλά δοκίμασα τα πάντα για να την αποτρέψω εκτός από το να παραδοθώ.

Πραγματικά τους λυπάμαι αυτούς τους ανθρώπους γιατί δε γνωρίζουν τους Βρετανούς. Τους οικτίρω μάλιστα ακόμα πιο πολύ γιατί δε γνωρίζουν ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αλλά πάντα θα υπάρχει αυτό το είδος. Δεν είναι μήπως αυτοί που πρώτοι έτρεξαν να κατηγορήσουν τους Τον, Έμετ, Πίαρς, τον Κόνολι και τον Μέλοους; Πάντα θα υπάρχει αυτή η αχάριστη νοοτροπία…

Ακούω τα θαλασσοπούλια να πετούν πάνω από τη στέγη. Πόσο μοναχικό κελί και πόσο μοναχικός ο αγώνας. Αλλά φίλε μου, ο δρόμος αυτός είναι καλά χαραγμένος. Και όποιος κι αν ήταν που τον διάβηκε πρώτος, αξίζει την ευγνωμοσύνη του Έθνους. Εγώ, απλά τον ακολουθώ.

 

Σάββατο, 7 Μάρτη 1981

Καλοδεχούμενο το γράμμα που πήρα απόψε από τη Μπέρνι, την αδελφή μου. Την καλή μου Μπέρνι.την αγαπώ και τη θεωρώ σπουδαία.

Έχω πια πειστεί πως σκοπεύουν να προχωρήσουν στην αυστηρή απομόνωσή μου σύντομα, γιατί μ’ εμποδίζουν να βλέπω τον δικηγόρο μου. Ελπίζω να κάνω λάθος. Θα δούμε. Είναι που θέλω να μείνω με τα παιδιά όσο το δυνατό περισσότερο, για πολλούς λόγους. Αλλά κι αν με απομονώσουν, θα το ξεπεράσω κι αυτό.

Κάτι το ευχάριστο. Ήρθε και με είδε ο πάτερ Τόνερ και μου μίλησε για το άρθρο του Μπρένταν Ο’ Καθόιρ στους «Άιρις Τάιμς» αυτή την εβδομάδα – το είχα δει. Συζητήσαμε λίγο πάνω σε ορισμένα σημεία που κατά τη γνώμη μου ήταν διαφιλονικούμενα.

Ήταν υποκριτικά εγκάρδιος, με πολύ τακτ φυσικά, και την ίδια στιγμή έβραζε μέσα του καθώς σκεφτόταν τι έγραφαν τα «Ρεπουμπλικανικά νέα» (σ.ε: τεύχος 28ης Φεβρουαρίου 1981) που τον κατηγορούσαν για δοσίλογο μεσοαστό εθνικιστή ή κάτι τέτοιο.

Και έτσι είναι. Αλλά καταλαβαίνω αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους που βρίσκουν τους εαυτούς τους να πολεμούν μέσα στη φτώχια, την αρρώστια, τη διαφθορά, το θάνατο και την απανθρωπιά των ιεραπόστολων.   Ας τα ξεχάσω όμως αυτά προς το παρόν.

Είμαι 61 κιλά σήμερα και χάνω συνέχεια βάρος. Δεν μ’ ενοχλούν οι πόνοι της πείνας και δεν γίνομαι παρανοϊκός για ό,τι έχει σχέση με το φαί αλλά, μα το Θεό, το συσσίτιο έχει καλυτερέψει εδώ πέρα. Νομίζω πως το παρατήρησα στη διάρκεια της προηγούμενης απεργίας πείνας. Λοιπόν, πολλά παίζονται εδώ μέσα.

Πήρα την εφημερίδα «Άιρις Νιους» σήμερα. Δεν λέει τίποτα, κι αυτός είναι ο λόγος που την άφησαν να φτάσει στα χέρια μου. Λαχταρώ να δω τους συντρόφους στη λειτουργία αύριο, όλα αυτά τα νεανικά πρόσωπα, χωρίς γένια και μουστάκια, χωρίς τα ακατάστατα, αχτένιστα, μακριά μαλλιά  που κατέληγαν σε βρώμικες μπούκλες.

Ένα είναι σίγουρο, πως η τρομακτική θέα των παγωμένων ματιών που διαπερνούν το κενό, το βέβαιο σημάδι των κακουχιών και των βασανιστηρίων, θα είναι εκεί. Μπορεί άραγε να φύγει ποτέ; Μου φαίνεται αδιανόητο πως θα μπορέσουμε κάποτε να το σβήσουμε από το μυαλό μας. Αποκτήσαμε ακόμα έναν σύντροφο αυτή την εβδομάδα. Δεν είναι ενθαρρυντικό που συνέχεια ενώνονται μαζί μας νέοι σύντροφοι;

Διάβασα τη δήλωση της Τζένιφερ στο δικαστήριο. (σ.ε: μετά την καταδίκη της η Τζένιφερ Μακ Καν είπε: «Είμαι ρεπουμπλικάνα αιχμάλωτη πολέμου κι αυτή τη στιγμή ο σύντροφός μου Μπόμπι Σαντς βρίσκεται σε απεργία πείνας για να υποστηρίξει τα δικαιώματά μου ως πολιτικής κρατούμενης»). Ένιωσα συγκίνηση και υπερηφάνεια. Είναι συντρόφισσά μου.

Σκέφτομαι τη Μαίρη Ντόιλ και την Έλεν Μακ Γκίγκαν κι όλα τα άλλα κορίτσια της Αρμά. Πώς μπορώ να τις ξεχάσω;

Οι μπάτσοι με κοιτάζουν με ανάμικτα συναισθήματα. Πολλοί απ’ αυτούς ελπίζουν (αν τα μάτια τους λένε την αλήθεια) πως θα πεθάνω. Λοιπόν, θα τους κάνω τη χάρη αν χρειαστεί, αλλά μα το Θεό, είναι τελείως ηλίθιοι. Ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι καθόλου δίκαιος μαζί τους, γιατί πιστεύω πως βρίσκονται πολύ πιο χαμηλά απ’ ό,τι αυτός νόμιζε.

Και θα ήθελα να προσθέσω πως μόνο ένα πράγμα είναι χειρότερο από έναν μπάτσο-ανθρωποφύλακα. Ένας Διευθυντής. Και η φτωχή μου πείρα μου έδειξε πως όσο ψηλότερα σκαρφαλώνει κάποιος στην απαίσια κλίμακα που λέγεται ιεραρχία, τόσο πιο πολύ ξεπέφτει ως άνθρωπος.

Ένας αρχιφύλακας με ζάλιζε για ώρες παινεύοντας τον «Διευθυντή μας» κύριο Χίλντιτς: «Ο κύριος Χίλντιτς είναι πραγματικός χριστιανός, ξέρεις, δεν τον άκουσα ποτέ να λέει κάτι που έστω να μοιάζει με ψέμα». «Πες το αυτό στους 400 άντρες αυτών των Η-μπλοκ, που τους έχουν ρημάξει στο ξύλο εδώ και τεσσερισήμισι χρόνια», του πέταξα αγριεμένος. Τι άλλο να του πεις, ο άνθρωπος είναι παθολογικά ηλίθιος, κάποιος που έχει μάθει να σκύβει το κεφάλι και να λέει «μάλιστα αφεντικό».

Βρέχει αλλά δεν κρυώνω, το ηθικό μου είναι ακμαίο και καπνίζω ακόμα κάτι τσιγάρα της παρακμής ή κάτι τέτοιο, αλλά ποιος είναι τέλειος, και κάνουν κακό στην υγεία, άκου πράματα, καληνύχτα.

 

Κυριακή, 8 Μάρτη 1981

Σε λίγες ώρες θα κλείσω τα 27 και, παράξενο, θα είναι ευτυχισμένα γενέθλια, ίσως γιατί το πνεύμα μου είναι λεύτερο, δεν βρίσκω άλλο λόγο.

Παρακολούθησα τη θεία λειτουργία σήμερα και είδα τα παιδιά χωρίς γένια κτλ. Λειτούργησε ένας αμερικάνος παπάς. Κοινώνησα. Ένα από τα παιδιά λιποθύμησε πριν τη λειτουργία αλλά είναι εντάξει τώρα. Ένας άλλος μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Μάσγκρεϊβ. Συνηθισμένα φαινόμενα εδώ μέσα.

Είμαι 60,8 κιλά και δεν έχω καμιά ενόχληση ή ανησυχητικό σύμπτωμα.

Πήρα ένα ακόμα γράμμα από την αδελφή μου τη Μπέρνι και τον φίλο της. Γαληνεύει η ψυχή μου όταν έχω νέα της.

Πήρα τα «Άιρις Νιους»  σήμερα – είχαν μέσα μερικές δηλώσεις που υποστηρίζουν την απεργία πείνας.

Το Σαββατοκύριακο με εξέτασε ένας νεαρός γιατρός που μέχρι τώρα δεν ήξερα το όνομά του. Είναι ο δρ. Ρος, μικρόσωμος και φιλικός, ο γιατρός που είχαμε και στην προηγούμενη απεργία πείνας. Ακούστηκε πως ο δρ. Έμερσον είναι στο κρεβάτι με γρίπη. Θα θέλαμε να διαρκέσει δυο μήνες η «γρίπη» αυτή. Ο δρ. Ρος, αν και φιλικός είναι κατά τη γνώμη μου από τους ανθρώπους που προσπαθούν να διαβάσουν τη σκέψη σου. Αυτό μου θυμίζει πως δεν μου ζήτησαν ακόμα να εξεταστώ από ψυχίατρο. Σίγουρα θα το κάνουν. Είμαι όμως ισορροπημένος ψυχικά, ίσως περισσότερο κι από τον ίδιο τον ψυχίατρο. Δεν θα τον δω.

Σήμερα διάβασα κάτι άρθρα σε διάφορες εφημερίδες, περί φύσης, και ήταν φυσικό να ξυπνήσουν μέσα μου η ανάμνηση ενός, μια φορά κι έναν καιρό, επίδοξου ορνιθολόγου. Ήταν ένα φωτεινό και όμορφο απόγευμα το σημερινό, και τώρα το βράδυ είναι πολύ ήρεμο. Είναι εκπληκτικό το τι μπορούν ν΄ανακαλύψουν  ακόμα και τα φυλακισμένα μάτια κι αυτιά.

Περιμένω ν΄ ακούσω τον κορυδαλλό γιατί η άνοιξη έρχεται καλπάζοντας. Με τι χαρά άκουσα το κελάηδημα του κορυδαλλού όταν ήμουν στο Η-5, και πόσο χάρηκα παρακολουθώντας εκείνο το ζευγάρι των σπίνων που έφτασαν τον Φλεβάρη!  Τώρα όμως, ξαπλωμένος σ΄αυτό που ξέρω πως είναι το νεκροκρέβατό μου, ακούω μ΄ευχαρίστηση ακόμα και το κράξιμο των κοράκων.

 

Δευτέρα, 9 Μάρτη 1981

Είναι νύχτα προχωρημένη και κάνει κρύο. Νωρίτερα πέρασε από εδώ ο παπα-Μάρφι. Κουβεντιάσαμε μαζί για την κατάσταση. Φεύγοντας είπε πως είχε χαρεί με την κουβέντα μας, και πιστεύω πως τώρα κατανοεί καλύτερα τα πράγματα. Μια και μιλάμε για κληρικούς, έλαβε σήμερα ένα μικρό σημείωμα από κάποιον ιερέα με αρχικά Σ.Κ από το Τράλι του Κέρι και μερικές εικονίτσες της Παναγίας. Συγκινήθηκα που με σκέφτηκε. Μάλλον είναι ο ίδιος που πριν μερικά χρόνια μας μιλούσε στο κελί 11 για το δικαίωμα που έχει ο καθένας να παίρνει τα όπλα και να υπερασπίζεται την ελευθερία του σκλαβωμένου και καταπιεζόμενου  έθνους. Βέβαια, έκανε κήρυγμα προσηλυτισμού, αλλά κι αυτό βοηθάει.

Είναι τα γενέθλιά μου σήμερα και τα παιδιά τραγουδούν για χάρη μου. Να είναι καλά. Μου το ζήτησαν, κι έτσι στάθηκα στην πόρτα και τους έβγαλα ένα λογύδριο με την ευκαιρία των γενεθλίων μου. Έγραψα: στη Μπέρνι, στη μάνα μου και σε διάφορους άλλους φίλους. Νιώθω καλά, και το βάρος μου είναι 60 κιλά.

Πάντα θυμάμαι τον Τζέιμς Κόνολι, τη μεγάλη ηρεμία και αξιοπρέπεια που έδειξε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Το θάρρος και την αποφασιστικότητά του. Ίσως να είμαι προκατειλημμένος, γιατί υπήρξαν χιλιάδες σαν αυτόν, αλλά τον έχω πάντα σαν παράδειγμα.

Επίσης, πάντα είχα φοβερή αγάπη για τον Λίαμ Μελόουις και για την τωρινή ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων, και τους έχω εμπιστοσύνη όντας βέβαιος πως θα μείνουν σταθεροί κι ακλόνητοι. Αλλά πώς τολμώ να ξεχνώ τους σημερινούς Ιρλανδούς και τους επαναστάτες πατριώτες παλαιότερων εποχών. Και εκείνοι βαστούν ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου.

Έχω λοιπόν διανύσει 27 ολόκληρα χρόνια, κάτι είναι κι αυτό. Ίσως πεθάνω αλλά η Δημοκρατία του 1916 δεν θα πεθάνει ποτέ. Εμπρός λοιπόν για τη Δημοκρατία αυτή και την Ελευθερία του λαού μας.

 

Τρίτη, 10 Μάρτη 1981

Για τις παρούσες συνθήκες, ήταν μια μέρα αρκετά καλή. Το βάρος μου είναι 59,3 κιλά, κι από υγεία δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Στη χτεσινή εφημερίδα που πήρα σήμερα, διάβασα ευχές για τα γενέθλιά μου από φίλους και συγγενείς. Μου έστειλαν και είδη ξυρίσματος.

Απόψε δεν με επισκέφτηκε κανένας ιερέας, αλλά ο αρχίατρος που μου πήρε το σφυγμό κι έφυγε. Υποθέτω πως αυτό τον κάνει να νιώθει πολύ σπουδαίος.

Τα όσα διαβάζω στις εφημερίδες με κάνουν ν΄ανησυχώ και να σκέφτομαι πως σ’ ένα μελλοντικό στάδιο υπάρχει πιθανότητα να μας βάλουν τρικλοποδιά και να υποσκάψουν τον αγώνα μας – ακόμα και να οδηγήσουν την απεργία πείνας σε ήττα – κάνοντας την τακτική υποχώρηση του να μας αφήσουν να φοράμε ρούχα της επιλογής μας, και μόνο αυτό. Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν οδηγεί πουθενά αλλά αν επιτρέψουμε να διατυπωθεί κάτι τέτοιο, με τη βοήθεια της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, θα μας κάνουν σίγουρα ζημιά. Έχω πια καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτοί σε καμιά περίπτωση δεν θα θελήσουν να δουν τους φυλακισμένους να κερδίζουν το δικαίωμα του πολιτικού κρατούμενου ή οποιοδήποτε κέρδος που θα έμοιαζε με το δικαίωμα αυτό ή θα μας βοηθούσε να το κατακτήσουμε.

Οι λόγοι είναι πολλοί και ποικίλοι αλλά έχουν βασικά ως κύριο κίνητρο την επιθυμία τους να δουν να σβήνει η επαναστατική πάλη του λαού. Και είναι φανερό πως η ποινικοποίηση των φυλακισμένων αγωνιστών θα βοηθήσει σ’ αυτό το πρόβλημα.

Είναι δηλωμένη η επιθυμία των ανθρώπων αυτών να δουν καλύτερες και πιο ανθρώπινες συνθήκες σ΄αυτή τη φυλακή. Εκείνο όμως που παίζεται εδώ μέσα δεν είναι ο «ανθρωπισμός» ή οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή. Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό, και μόνο μια λύση πολιτική μπορεί να δοθεί. Εμείς οι φυλακισμένοι δεν έχουμε σκοπό (ούτε είχαμε ποτέ) να γίνουμε ελίτ. Απλά, θέλουμε να μας μεταχειρίζονται ως «μη συνηθισμένους φυλακισμένους». Δεν παραδεχόμαστε καμιά ενοχή, κανένα έγκλημα, εκτός κι αν είναι έγκλημα η αγάπη μας για το λαό και την πατρίδα μας.

Για να τοποθετήσουμε το ζήτημα σε λογική σειρά, θα δέχονταν οι Άγγλοι να καταλάβουν τη χώρα τους οι Γερμανοί;  Ή μήπως οι Γάλλοι θα δέχονταν το ίδιο πράγμα από τους Ολλανδούς; Εμείς οι ρεπουμπλικάνοι κρατούμενοι κατανοούμε καλύτερα από κάθε άλλον τα βάσανα όλων των άλλων φυλακισμένων που στερούνται την ελευθερία τους. Δεν αρνούμαστε στους ποινικούς οτιδήποτε απ΄όσα κερδίζουμε, και που θα μπορούσε να γλυκάνει ή να απαλύνει τη δυστυχία τους. Είναι πια γνωστό από το παρελθόν πως όλοι οι φυλακισμένοι έχουν κερδίσει από την αντίσταση των Ιρλανδών αγωνιστών στις φυλακές.

Tη στιγμή αυτή μου έρχονται στο νου οι Φένιανς και ο Τομ Κλαρκ που με τη φωτισμένη και αδιάλλακτη αντίστασή τους διαπέρασαν αποτελεσματικά το «τρομακτικό πέπλο σιωπής» που επικρατούσε στις Βικτωριανές αγγλικές φυλακές. Όποια δεκαετία και να ψάξεις, θα βρεις απτές μαρτυρίες για τέτοια γεγονότα από τα οποία ωφελήθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι.  Κι όλα αυτά χάρη στην αντίσταση των  φυλακισμένων  Ιρλανδών αγωνιστών.

Δυστυχώς όμως κυλούν τα χρόνια, οι δεκαετίες, οι αιώνες, και δεν μπαίνει τέλος  στην Ιρλανδική αντίσταση μέσα στις κολασμένες αγγλικές φυλακές γιατί ο αγώνας στις φυλακές βαδίζει χέρι χέρι με τη διαρκή εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Ιρλανδία. Πολλοί Ιρλανδοί έδωσαν τη ζωή τους κυνηγώντας την ελευθερία, και ξέρω πως μελλοντικά κι άλλοι πολλοί θα κάνουν το ίδιο – του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου – ώσπου να έρθει ο καιρός που θα κερδίσουμε την ελευθερία αυτή.

Περιμένω από μέρα σε μέρα τη μετακίνησή μου από το κελί, ίσως σε κάποια κενή πτέρυγα των φυλακών, σε πλήρη απομόνωση. Οι απεργοί της προηγούμενης απεργίας είχαν μείνει ακριβώς δέκα μέρες στην πτέρυγα που είναι τα παιδιά, πριν τους μετακινήσουν. Τότε όμως έκαναν απεργία πλυσίματος και τα κελιά τους ήταν βρώμικα. Το κελί μου απέχει πολύ από το να είναι καθαρό αλλά είναι ανεκτό. Το νερό είναι πάντα κρύο και δεν το διακινδυνεύω ν’ αρπάξω κρυολόγημα ή γρίπη. Έξι μέρες έχω να κάνω μπάνιο, ίσως και περισσότερο. Δεν πειράζει.

Αύριο είναι η ενδέκατη μέρα κι έχω να τραβήξω πολύ δρόμο ακόμα. Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας.

Πρέπει να κοιμηθώ τώρα, κουράστηκα. [Στα γκαηλικά η τελευταία αυτή πρόταση – (σημείωση των μεταφραστών)]

Τετάρτη, 11 Μάρτη 1981

Έλαβα σήμερα πολλές κάρτες γενεθλίων, μερικές από ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Ειδικά χάρηκα για μια σύνοψη με πενήντα ιερές ακολουθίες, που μου έστειλε η κυρία Μπερνς από την οδό Σεβαστοπόλ. Όλοι μας την ξέρουμε, δεν μας ξεχνά και δεν την ξεχνάμε, ας είναι ευλογημένη.

Έλαβα επίσης μια κάρτα από  τον δημοσιογράφο Μπρένταν Ο΄Καθόιρ. Χάρηκα που με σκέφτηκε. Έλαβα γράμμα από έναν φίλο καθώς κι από έναν Αμερικάνο φοιτητή που δεν τον γνωρίζω, αλλά είναι όμορφο να νιώθεις πως κάποιοι άνθρωποι σε σκέφτονται. Ήρθαν και κάτι λαθραία γράμματα από φίλους και συντρόφους.

Σήμερα έχω το ίδιο βάρος και, ιατρικά, κανένα ανησυχητικό σύμπτωμα. Πότε πότε με χτυπά η φυσική επιθυμία για φαί αλλά είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη η επιθυμία μου να δω ένα τέλος στα βάσανα των συντρόφων, να δω την απελευθέρωση του λαού μου.

Αύριο ο γιατρός θα μου κάνει ανάλυση αίματος. Φαίνεται πως ο Δρ. Ρος εξαφανίστηκε και γύρισε πίσω ο Δρ. Έμερσον. Δε βαριέσαι, όλοι τους για το σύστημα δουλεύουν.

Τίποτα το σημαντικό πάλι σήμερα εκτός από το ότι έκανα μπάνιο το πρωί. Σκεφτόμουν και την οικογένειά μου. Ελπίζω να μην υποφέρουν πολύ.

Σήμερα προσπάθησα να γράψω κατά λέξη ένα κομμάτι του Τζέιμς Κόνολι. Ντρέπομαι που δεν τα κατάφερα αλλά θα γράψω όπως όπως τις λιγοστές γραμμές που θυμάμαι. Κάπως έτσι πάει:

Ένας άνθρωπος που φουσκώνει από ενθουσιασμό

(ή πατριωτισμό) για τη χώρα του, που περπατά στους

δρόμους ανάμεσα στο λαό του και, βλέποντας τον

εξευτελισμό και τα βάσανά του, δεν κάνει τίποτα (εδώ μου

ξεφεύγει η σωστή διατύπωση), κατά την άποψή μου είναι ένας   απατεώνας

γιατί η Ιρλανδία χωρίς τους Ιρλανδούς δεν είναι τίποτα

άλλο παρά μια μάζα χημικών στοιχείων.

Ίσως σήμερα να μην υπάρχει εκείνη η απέραντη αθλιότητα του Δουβλίνου του 1913, αλλά και πάλι, με τα σημερινά δεδομένα σύγκρισης του βιοτικού επιπέδου άλλων χωρών, μπορούμε να πούμε πως δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε, ούτε στο Νότο ούτε στο βορρά. Ίσως να είναι και χειρότερα. Ένα πράγμα σίγουρα δεν άλλαξε: η οικονομική, πολιτιστική και φυσική καταπίεση που ασκείται πάνω στους ίδιους ανθρώπους, τους Ιρλανδούς.

Υπάρχουν πραγματικά πολλοί, πάρα πολλοί που περπατούν ανάμεσά μας σαν φουσκωμένα γαλόπουλα από ψεύτικο ενθουσιασμό, ψεύτικο πατριωτισμό και ψεύτικες προθέσεις. Πολιτικά κοτσύφια, πολιτικοί καιροσκόποι και παράσιτα όπως οι Φιτς, Ντέβλινς, Χιουμς, Στικς, Χάουεϊς, Φιτς Τζέραλντς και οι υπόλοιποι της αηδιαστικής συμμορίας των φιλόδοξων, ασυνείδητων, άχρηστων ανθρώπων.

Aκόμα κι αν δεν υπήρχαν εκατό χιλιάδες άνεργοι στη Βόρεια Ιρλανδία, θα πρέπει να ντρέπονται όσοι έχουν τεράστιους μισθούς και κέρδη βλέποντας τα ψίχουλα που παίρνουν οι μεροκαματιάρηδες. Η προνομιούχα αυτή καπιταλιστική τάξη που στηρίζεται πάνω στις πληγές, στον ιδρώτα και το μόχθο του λαού.

Η ολοκληρωτική ισότητα και αδελφοσύνη δεν μπορεί ούτε και πρόκειται να κατακτηθεί όσο αυτά τα παράσιτα κυριαρχούν και εξουσιάζουν τη ζωή ενός έθνους. Δεν υπάρχει ισότητα σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην πολιτική και οικονομική βρωμιά που υποδηλώνει πως  επιβιώνει και περνά καλά μόνο ο δυνατός.

Συγκρίνετε τη ζωή, τις ανέσεις, τις περιουσίες και τις συνήθειες των πολιτικών μαφιόζων (που ισχυρίζονται πως νοιάζονται για μας, το λαό) με ό,τι έχουν οι βασανισμένοι και καταπιεσμένοι.

Κάνετε τη σύγκριση αυτή για οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας. Εφαρμόστε την στο αύριο, στο μέλλον, και θα σας αναστατώσει. Η αιώνια όμως μυωπία μας συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Δεν έχουμε πολυτέλειες στα Η-Μπλοκ. Υπάρχει όμως πραγματική φροντίδα για τον Ιρλανδικό λαό.

Πέμπτη, 12 Μάρτη 1981

Ο παπα-Τόνερ με επισκέφτηκε απόψε και μου έφερε μερικά θρησκευτικά περιοδικά.

Το βάρος μου είναι 58,75 κιλά. Δεν μου πήρα αίμα γιατί θέλουν να το συνδυάσουν με άλλες εξετάσεις. Σύμφωνα με όσα λέει ο γιατρός, θα τις κάνουν την επόμενη εβδομάδα.

Σήμερα ένιωσα έντονη σωματική κούραση, ανάμεσα στο απόγευμα και στην ώρα του δείπνου. Ξέρω πως γίνομαι σωματικά πιο αδύναμος, είναι φυσικό. Πάντως είμαι εντάξει. Ακόμα παίρνω τις εφημερίδες κανονικά αλλά δεν έχουν τίποτα που να δίνει κουράγιο και θέληση. Κι αυτό το περίμενα. Πρέπει επομένως να στηριχτώ στο δικό μου κουράγιο, στη δική μου θέληση. Κι έτσι θα κάνω. Έλαβα τρία σημειώματα από τις συντρόφισσες της Αρμά, να τις έχει καλά ο Θεός.

Άκουσα για τη σημερινή ανακοίνωση, πως ο Φρανκ Χιουζ θα με ακολουθήσει στην απεργία πείνας ξεκινώντας την Κυριακή. Σέβομαι τον Φρανκ, τον θαυμάζω και του έχω εμπιστοσύνη. Ξέρω τώρα πως δεν είμαι μόνος. Πώς θα μπορούσαν να υπάρξω χωρίς συντρόφους σαν αυτούς ολόγυρά μου, στην Αρμά κι έξω από τις φυλακές;

Θυμήθηκα τώρα τους συντρόφους στο Πορτλοϊζ (σημείωση των μεταφραστών: φυλακές του Ελεύθερου Κράτους). Εκεί οι συνθήκες του επισκεπτηρίου είναι απάνθρωπες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όπου να΄ ναι θα εξεγερθούν και σε κείνη την τρύπα της κόλασης. Ελπίζω πως όχι αλλά η «συμπάθεια» του Χάουεϊ (σ.μ: Ιρλανδός πολιτικός του Ε.Κ.) για τους φυλακισμένους εκεί κάτω δεν διαφέρει από εκείνη των Βρετανών προς τους φυλακισμένους στις βορειοιρλανδικές και αγγλικές φυλακές.  Τώρα πια αντιλαμβάνομαι, και κάθε μέρα που κυλά κατανοώ ακόμα περισσότερο και με τον πιο θλιβερό τρόπο, τη σκληρή μοίρα και το μαρτύριο που πέρασαν μέχρι το πικρό τέλος τους ο Φρανκ Σταγκ και ο Μάικλ Γκάουαν (σ.μ: Ιρλανδοί αγωνιστές που πέθαναν από απεργία πείνας στις αγγλικές φυλακές). Ίσως – μα βέβαια, έτσι είναι – είμαι τυχερός γιατί εκείνοι οι καημένοι σύντροφοι δεν είχαν συντρόφους γύρω τους, ούτε ένα φιλικό πρόσωπο, ούτε καν την τελική παρηγοριά πως πεθαίνουν στον τόπο τους.  Ιρλανδοί αυτοί, μόνοι στα βάρβαρα κι ανελέητα χέρια ενός εκδικητικού και άκαρδου εχθρού. Θεέ μου, πόσο τυχερός είμαι σε σύγκριση μαζί τους.

Έχω ποιήματα στο μυαλό μου, μέτρια βεβαίως, ποιήματα για την απεργία πείνας και για τον Μακ Σουίνι και για το καθετί που η απεργία ξύπνησε στην καρδιά και στο νου μου, αλλά σιγά σιγά με διαβρώνει η κατάπτωση. Το μεν πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής, όπως λένε. Γι’ αυτό αποφάσισα να συγκεντρώσω όλες μου τις δυνάμεις και σκέψεις στο να διατηρήσω την αντίστασή μου.

Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Τίποτα άλλο δεν φαίνεται να έχει σημασία εκτός από τη σκέψη που διαρκώς στριφογυρνά στο νου μου και μου υπενθυμίζει: «Μην παραδοθείς ποτέ». Δεν έχει σημασία πόσο άσχημο είναι, μαύρο, οδυνηρό, πόσο ραγίζει η καρδιά. «Μην παραδοθείς ποτέ», «Μην απελπιστείς ποτέ», «Μη χάσεις ποτέ την Ελπίδα». Άσε τους μπάσταρδους να γελάνε όσο θέλουν μαζί σου, άσε τους να μορφάζουν ειρωνικά και να σε περιπαίζουν, να συνεχίζουν με τον εξευτελισμό, τη βαρβαρότητα, τις στερήσεις, την εκδικητικότητα και την ποταπή τρομοκρατία τους. Άσε τους να γελούν για τώρα, γιατί όλα αυτά δεν έχουν πια σημασία κι ούτε αξίζουν απάντηση.

Τη στιγμή αυτή εγώ δίνω την τελική μου απάντηση στη διεφθαρμένη και απάνθρωπη θηριωδία που λέγεται Η-Μπλοκ. Το δικό μας όμως γέλιο θα είναι διαφορετικό από το δικό τους γέλιο και ειρωνικό χαμόγελο. Θα είναι η χαρά της νίκης και η χαρά του λαού. Εκδίκησή μας θα είναι η ολοκληρωτική απελευθέρωσή μας και η τελειωτική ήττα των καταπιεστών του ιστορικού μας έθνους.

Παρασκευή, 13 Μάρτη 1981

Δεν είμαι προληπτικός και πραγματικά η μέρα πέρασε χωρίς επεισόδια. Νιώθω σχετικά καλά και το βάρος μου είναι 58,5 κιλά. Δε νιώθω και πολύ κουρασμένος αλλά έχει αρχίσει να με πονά η πλάτη μου γιατί κάθομαι διαρκώς στο κρεβάτι. Δεν μου έφεραν τα «Άιρις Νιους» σήμερα, που σημαίνει πως θα έγραφαν πιθανότατα κάτι που δεν ήθελαν να δω, αλλά ποιος νοιάζεται. Πέρασε απόψε ο παπα-Μάρφι και με είδε.

Οι μπάτσοι έκαναν μια γρήγορη έρευνα στο κελί μου όταν βγήκα έξω για νερό. Πάντα ενεδρεύουν οι αφιλότιμοι. Άκουσα πως χτύπησαν δικούς μας καθώς τους μετέφεραν από το Μπλοκ Η-6 σε κάποιο άλλο. Τίποτα δεν αλλάζει εδώ πέρα.

Ο Σιν Μακ Κένα (σημείωση των εκδοτών: ο προηγούμενος απεργός πείνας) είναι πάλι μαζί μας στο Η-4. Φανερά καταβεβλημένος αλλά ζωντανός, αναρρώνει κι ελπίζω να γίνει τελείως καλά.

(ακολουθεί κείμενο που το πρωτότυπό του είναι στα γκαηλικά)

Σήμερα το πρωί ξύπνησα με τα σπουργίτια, με μια μόνο σκέψη στο νου: «Άλλη μια μέρα ξημέρωσε Μπόμπι», κι αμέσως θυμήθηκα ένα τραγούδι που έγραψα πριν από πολύ καιρό. Ιδού:

Ξύπνησα το πρωί καθώς ήρθε ο μπάτσος

Αμίλητος χτύπησε βαριά την πόρτα μου

Ατένισα τους τοίχους και σκέφτηκα πως ήμουν νεκρός

Φαίνεται πως η κόλαση αυτή ποτέ δεν θα φύγει

Η πόρτα άνοιξε και δεν έκλεισε απαλά

Αλλά δεν πείραζε, δεν κοιμόμασταν

Άκουσα ένα πουλί κι ακόμα δεν είδα την αυγή

Σα να΄μουν βαθιά στο χώμα

Πού είναι οι σκέψεις μου από μέρες περασμένες

Και πού είναι η ζωή που κάποτε σκεφτόμουν πως υπήρχε

Η κραυγή μου δεν ακούγεται και τα δάκρυά μου κυλούν αθώρητα

Θα μου το ακριβοπληρώσουν όταν φτάσει η μέρα μας

 

Το  τραγουδώ στη μελωδία του «Siun Ni Dhuibhir».

Τα πουλιά κελαηδούσαν σήμερα. Ένα από τα παιδιά, τους έριξε ψίχουλα έξω από το παράθυρο. Τουλάχιστον κάποιοι έφαγαν σήμερα!

Απόψε ένιωσα για λίγο μόνος, ακριβώς την ώρα που άκουγα το κράξιμο των κοράκων καθώς γυρνούσαν στις φωλιές. Πότε θ΄ακούσω τον γλυκό κορυδαλλό, να γλυκαθεί η καρδιά μου; Τώρα όπως γράφω, ακούω την πένθιμη φωνή των θαλασσοπουλιών καθώς πετούν ψηλά.

Αγαπώ τα πουλιά. Λοιπόν, πρέπει να σταματήσω τώρα γιατί αν γράψω κάτι ακόμα για τα πουλιά, θ΄αρχίσω να κλαίω και ο νους μου θα πάει πίσω, στις μέρες που ήμουν έφηβος.

Όμορφες μέρες που έφυγαν για πάντα.

Σάββατο, 14 Μάρτη 1981

Ακόμα μια βαρετή κι ασήμαντη μέρα. Το βάρος μου είναι 58¼ κιλά και δεν έχω καμιά ενόχληση. Διάβασα τις εφημερίδες, είναι γεμάτες βρωμιές. Το αποψινό δείπνο ήταν φασόλια και πίτα, και παρόλο που η πείνα μου εξάπτει τη φαντασία, φαινόταν γερό γεύμα. Δεν υπερβάλλω, τα φασόλια ξεχείλιζαν από το πιάτο. Αν το έλεγα αυτό στα παιδιά, θ΄άρχιζαν  ν΄ανησυχούν για μένα, αλλά είμαι εντάξει. Μ΄έβαλαν σε πειρασμό, άνθρωπος είμαι, γι΄αυτό ανακουφίστηκα όταν τα σήκωσαν από το κελί. Δεν θα το άγγιζα βέβαια, αλλά ήταν σκέτο μαρτύριο.  Aκόμα και πόδια να είχε το πιάτο και να με κυνηγούσε, θα του ξέφευγα.

Θα έγραφα για κάποια πράγματα που μου ήρθαν στο νου, άσε τα όμως να περιμένουν. Λαχταρώ τη σύντομη συντροφιά των παιδιών αύριο στη λειτουργία. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά που θα τους ξαναδώ.

Κάπνισα μερικά τσιγάρα σήμερα. Στο επίπεδο αυτό τουλάχιστον τους νικάμε. Ε και να ήξεραν οι μπάτσοι έστω και τα μισά απ΄όσα γίνονται εδώ μέσα πίσω από την πλάτη τους.

Είναι εκπληκτική η εφευρετικότητα των Αιχμάλωτων πολέμου. Όταν έρθουν καλύτερες μέρες, θα τη μάθει όλος ο κόσμος. Γράφοντας κάτι προσωπικό σε θυμήθηκα Λίαμ Ογκ (το ψευδώνυμο του συνδέσμου του Μ.Σ. με τον ΙΡΑ εκτός φυλακών), με την ευκαιρία αυτή σου λέω, καλέ κι εργατικέ σύντροφέ μου, πως σε θαυμάζω και σένα κι όλους τους άλλους εκεί έξω για την ανιδιοτελή δουλειά που κάνετε τώρα και που έχετε κάνει στο παρελθόν, όχι μόνο για το Η-Μπλοκ και την Αρμά αλλά και για τον αγώνα γενικότερα.

Θυμάμαι πάντα το μάθημα που μου έδωσε ένας αληθινός άντρας. Μου είπε πως όλοι, Ρεπουμπλικάνοι και μη, έχουν έναν ειδικό ρόλο να διαδραματίσουν στον αγώνα και πως οι ρόλοι δεν είναι μεγάλοι και μικροί και κανένας δεν είναι πολύ γέρος ή νέος για να κάνει κάτι.

Μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα αλλά δεν είναι σε θέση να τα κάνει μόνη της μια πρωτοπορία ή ένα τμήμα του λαού. Μόνο σύσσωμο το Ιρλανδικό Έθνος μπορεί να εξασφαλίσει την επίτευξη της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, κάτι που γίνεται μόνο με σκληρή δουλειά και θυσίες. Εμπρός λοιπόν για ό,τι αξίζει, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για ό,τι έχετε κάνει, κι ελπίζω ν΄ακολουθήσουν πολλοί το παράδειγμά σας, και είμαι βαθιά περήφανος που σας γνώρισα και μπορώ ακόμα να σας λέω συναγωνιστές και συντρόφους.

Έτσι, για να τελειώνω το γράψιμο: σήμερα οι μπάτσοι χτυπούσαν βίαια τις πόρτες των κελιών, κλείνοντάς τις, ιδιαίτερα τη δική μου. Ίσως να είναι μια απόδειξη της νοοτροπίας των ανθρώπων αυτών, πάντα εκδικητικοί, πάντα γεμάτοι μίσος.  Είμαι περήφανος που δεν τους μοιάζω. Λοιπόν, σας αφήνω, πρέπει να ξεκουραστώ γιατί σήμερα ανακάλυψα πως με κουράζει και το χτένισμα των μαλλιών μου μετά το μπάνιο.

Ναι, θα νικήσουμε, θα θριαμβεύσουμε κάποια μέρα. Ζήτω ο ΙΡΑ και οι προβίζιοναλς.

Κυριακή, 15 Μάρτη 1981

Ο Φρανκ ενώθηκε μαζί μου στην απεργία πείνας. Είδα τα παιδιά στη Λειτουργία σήμερα, το ευχαριστήθηκα. Λειτούργησε ο παπα-Τόνερ. Ήταν και πάλι μια ανιαρή μέρα. Απόψε με δυσκόλεψαν λίγο για να βγω για νερό. Αύριο έχω επισκέψεις και είναι ωραίο που θα δω την οικογένειά μου. Περιμένω με ανυπομονησία να περπατήσω στο ύπαιθρο, θα με κουράσει φυσικά, δεν πειράζει, αρκεί να είναι καλός ο καιρός. Γεια σας.

Δευτέρα, 16 Μάρτη 1981

Ήταν μια υπέροχη επίσκεψη, η μητέρα, ο πατέρας και η Μαρκέλλα. Υπέροχη αν αναλογιστούμε τις συνθήκες και την ένταση κάτω από την οποία βρίσκονταν.

Όπως το περίμενα, δέχτηκα τις χυδαίες βρισιές των μπάτσων καθώς πηγαινοέρχονταν στη διάρκεια της επίσκεψης. Το κακόγουστο χιούμορ τους ήταν ακόμα μια απόδειξη της παιδιάστικης κακεντρέχειάς τους κτλ.

Ντύθηκα γερά για να προφυλαχτώ από το κρύο. Σήμερα το βάρος μου είναι 58¼ κιλά αλλά ξόδεψα πολλή ενέργεια λόγω επίσκεψης. Πάντως δεν έχω καμιά ψυχική ή σωματική ενόχληση.

Σήμερα πρόσεξα πως οι δεσμοφύλακες αντικαθιστούν τις φέτες ψωμιού με κομμάτια κέικ κλπ. αλλά κλέβουν τα κομμάτια του γλυκού (που έτσι κι αλλιώς είναι σπάνια) και τα τρώνε οι ίδιοι. Δεν ξέρω πώς να τους χαρακτηρίσω, είναι η περίπτωση του «Θεέ μου πόσο χαμηλά έχω πέσει» ή η άλλη : «Μπορείς άραγε να τους ρίξεις το φταίξιμο»; Αλλά κάνουν την επιλογή τους γεμίζοντας γερά το πιάτο του βασανιστηρίου μου;  Μάλλον ανήκουν στην πρώτη περίπτωση. Άφησαν το πιάτο μέσα την ώρα που με επισκεπτόταν ο παπάς (Μάρφι). Μετά που έφυγε, έλειπαν δυο μπουκιές από το γλυκόψωμο.

Πήρα την εφημερίδα «Σάντει Γουόρλντ» – σπανίζουν οι εφημερίδες τις τελευταίες μέρες.

Υπάρχει ένας αστυνομικός που το πήρε προσωπικά να με τρομοκρατήσει μέχρις εσχάτων. Έχει μια εκδικητικότητα μωρού. Δεν μ΄ενοχλεί το καθεστώς τρομοκρατίας που μου επιβάλλει αλλά με εκνευρίζει η νοοτροπία του, με βγάζει από τα ρούχα μου πότε πότε. Άλλο να είσαι βασανιστής κι άλλο να το ευχαριστιέσαι κιόλας, τέτοιου είδους χαρακτήρας είναι.

Σήμερα καθώς πήγαινα για επίσκεψη δεν μου έκαναν σωματική έρευνα – καλή ευκαιρία. Είναι φανερό πως μετά τη διαμαρτυρία «απλυσιάς», οι μισθοφόροι μπάτσοι

έχασαν τα επιπλέον επιδόματά τους και τις υπερωρίες τους, μην το ξεχνάμε. Να το έχουμε υπόψη μας, δεν θα γλυτώσουμε από τις σωματικές έρευνες και μαζί τον εξευτελισμό, την ταπείνωση και τη βαρβαρότητα που τις συνοδεύουν. Γιατί; Επειδή δεν πληρώνονται γι΄αυτό.

Τυλίγομαι συνέχεια με τις κουβέρτες αλλά είναι πολύ δύσκολο να ζεστάνω τα πόδια μου. Θα φταίει το κρύο νερό που πίνω, δεν βοηθά τη σωματική θερμοκρασία, πίνω πολύ νερό! Εξακολουθώ να καταφέρνω να πίνω πέντε με έξι λίτρα νερό και το ανάλογο αλάτι καθημερινά, χωρίς δυσκολία.

Τα βιβλία που μου φέρνουν είναι σκατά. Θα ζητήσω αύριο ένα λεξικό. Ξεφυλλίζοντάς το μαθαίνω και κάτι, κι αυτό είναι προτιμότερο από τα βιβλία τους . Τα αγγλικά κουρελόχαρτα ίσα ίσα που τα διαβάζω, απλά τα φυλλομετρώ ελπίζοντας πως κανένας δεν θα ανοίξει την πόρτα. Έλαβα λαθραία το φύλλο του ΑΡ/ΡΝ της περασμένης εβδομάδας και το διάβασα χτες (αχ αυτή η εφευρετικότητα των αιχμάλωτων πολέμου). Απόλαυσα τα γραφόμενα (Αλάνθαστα – Διώχτε τους από εδώ – Καλέ μου Ντάνι (Μόρισον)).

Ελπίζω πως ο κόσμος τh διαβάζει και τουλάχιστο κατανοεί λίγες από τις αλήθειες που πάντα μπορεί να βρει ο καθένας εκεί πέρα.

Απ΄ό,τι βλέπω, ο Πάτι Ντέβλιν κάνει τα συνηθισμένα του κόλπα και δεν βγαίνει να υποστηρίξει  εμάς τους φυλακισμένους. Δεν είναι – ποτέ δεν ήταν – συνδικαλιστής, μοιάζει περισσότερο με αγγλόφιλο. Λοιπόν, αυτά για σήμερα, καληνύχτα.

 

Τρίτη, 17 Μάρτη 1981

(σημείωση των εκδοτών: εξ ολοκλήρου στα γκαηλικά – η απόδοση στα ελληνικά βασίστηκε στην αγγλική μετάφραση)

Του αγίου Πατρικίου σήμερα, κι όπως πάντα τίποτα το αξιοσημείωτο. Παρακολούθησα τη θεία λειτουργία, τα μαλλιά μου είναι κομμένα και ωραιότερα. Δεν γνωρίζω τον παπά που λειτούργησε. Οι δεσμοφύλακες έδιναν φαγητό σ΄όσους γύριζαν από την εκκλησία, προσπάθησαν να μου δώσουν και μένα ένα πιάτο. Μου το έβαλαν στο πρόσωπο αλλά συνέχισα το δρόμο μου σα να μην υπήρχε κανείς εκεί.

Βρήκα λίγο χαρτί σήμερα, κι έτσι για αλλαγή βρίσκονταν και τα «Άιρις Νιους» στο κελί. Αλλά έτσι κι αλλιώς μαθαίνω τα νέα από τα παιδιά.  Σήμερα το πρωί είδα τον δύστροπο γιατρό.

Το βάρος μου είναι 57,5 κιλά. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ήρθε να με δει ο κυβερνήτης και μου μίλησε άσχημα. Είπε: «Βλέπω πως διαβάζεις ένα σύντομο βιβλίο. Καλό για σένα που δεν είναι μεγάλο γιατί δεν πρόκειται να το τελειώσεις».

Τέτοιοι άνθρωποι είναι αυτοί! Καταραμένοι! Δεν με νοιάζει.

Κουράστηκα.

Σήμερα σκεφτόμουν για την απεργία πείνας. Ο κόσμος λέει πολλά για το σώμα αλλά δεν το εμπιστεύονται. Πιστεύω πως υπάρχει πράγματι ένα είδος αγώνα. Πρώτα το σ΄βμα είναι που αντιδρά στην έλλειψη τροφής, υποφέρει από τον πειρασμό της τροφής κι από άλλα πολλά πράγματα που διαρκώς το βασανίζουν.

Το σώμα σίγουρα αντιστέκεται αλλά στο τέλος όλα επιστρέφουν στην πρωταρχική δύναμη που είναι ο νους.

Ο νους είναι ο σημαντικότερος παράγοντας.

Αν δεν έχεις δυνατό μυαλό για να αντισταθείς σ΄όλα, τότε δεν θα αντέξεις. Δεν θα έχεις καμιά δύναμη να παλέψεις.

Από πού προέρχεται λοιπόν αυτή η σωστή πνευματική διάθεση; Ίσως από τον πόθο του ανθρώπου για ελευθερία.

Αυτό όμως δεν είναι σίγουρο.

Αν δεν μπορούν να καταστρέψουν τον πόθο για ελευθερία, τότε δεν θα καταφέρουν να σε διαλύσουν.

Δεν θα με διαλύσουν, δεν θα υποκύψω γιατί ο πόθος μου για ελευθερία όπως και η ελευθερία του Ιρλανδικού λαού είναι βαθιά στην καρδιά μου. Θα ξημερώσει κάποια μέρα όπου όλος ο Ιρλανδικός λαός θα δείξει αυτό τον πόθο για ελευθερία.

Θα δούμε τότε τη σελήνη ν΄ανατέλλει.

Μετάφραση: Λοκομοτίβα

Posts

Bobby Sands est né à …

Mentionné dans Bobby Untitled

Robert Gerard Sands, communément appelé Bobby Sands (né le 9 mars 1954 et mort le 5 mai 1981), était un républicain irlandais, membre de l’IRA provisoire et député à la Chambre des Communes du Royaume Uni du 9 avril au 5 mai 1981, mort après une grève de la faim de 66 jours dans la prison de Maze en Irlande du Nord. Il est considéré en Irlande et parfois même au-delà des frontières comme un héros de la cause républicaine mais également de la défense de la liberté et de la dignité des prisonniers politiques.

Bobby Sands est né à Abbots Cross, un quartier de Newtownabbey, dans le Comté d’Antrim, en Irlande du Nord. Issu d’une famille catholique, il a vécu à Abbots Cross avec ses parents, John et Rosaleen, et ses deux sœurs, Marcella (née en avril 1955) et Bernadette (née en novembre 1958) jusqu’en 1960, date à laquelle la famille a été contrainte de déménager à Rathcoole, Newtownabbey. En 1962, naît le petit dernier de la famille, John. Bobby Sands abandonne rapidement l’école et entreprend un apprentissage de carrossier. Suite à des menaces de mort, il abandonne son apprentissage et rejoint les forces de l’IRA.

L’enfance de Bobby a été très fortement marquée par les violents affrontements entre les communautés protestante et catholique. En 1972, alors qu’il est âgé de 18 ans, sa famille est la proie d’intimidations loyalistes qui la contraignent à abandonner le domicile familial. Tous s’établissent alors à Twinbrook, dans la maison d’été située dans la partie ouest de Belfast. Cette année-là, Bobby épouse Geraldine Noade. Leur fils, Gerard, voit le jour le 8 mai 1973.

Bobby Sands rejoint les forces de l’IRA en 1972. Avant la fin de l’année, en octobre, il est arrêté et emprisonné jusqu’en 1976 pour la possession de quatre armes à feu chez lui.

À sa libération, il retourne auprès de sa famille et vit à Twinbrook, à l’ouest de Belfast. Bobby devient rapidement un des principaux activistes de sa communauté. Il ne reste en liberté qu’une année. Il est arrêté avec trois de ses compagnons, Joe McDonnell, Seamus Finucane et Sean Lavery, dans une voiture, en possession d’un revolver, alors qu’ils tentaient de s’enfuir juste après l’attentat à la bombe du Balmoral Furniture Company, à Dunmurry, et une fusillade entre l’IRA et la RUC (Police royale de l’Ulster). Lors de son procès en septembre 1977, l’accusation de participation à l’attentat est abandonnée, faute de preuves. Il est néanmoins condamné pour la possession de l’arme, qui a servi, selon les procureurs, dans la fusillade, et envoyé en prison pour une durée de 14 années.

Il est emprisonné à la prison de Maze qui est surnommée Long Kesh par les républicains.

Durant toute la durée de son internement, Bobby a écrit des textes, des lettres, des poèmes… qui ont été régulièrement publiés dans le journal républicain An Phoblacht. Les livres le plus connus sont One Day in my life (“Un jour dans ma vie”, il existe une parution traduite en français) : Bobby y décrit le déroulement d’une journée normale en prison, et Writing from Prison : un recueil de textes écrits secrètement en prison.

Le 1er mars 1976, un décret du gouvernement travailliste de James Callaghan abroge le statut spécial d’incarcération, favorable, créé en 1972 pour les prisonniers républicains nord-irlandais. Tous les membres de l’IRA et autres groupes républicains internés au Maze perdent ce statut spécial, dit de prisonniers politiques et sont considérés comme des criminels et délinquants de droit commun. Cette décision provoque la colère des détenus et donnera naissance à de multiples protestations.

Le premier prisonnier à réagir s’appelle Kieran Nugent : il refuse de porter l’uniforme de la prison car il ne se considère pas comme un criminel (avant le changement de règlement, les prisonniers politiques pouvaient porter leurs propres vêtements). Les autres détenus soutiennent son initiative et certains décident également d’être nus ou de ne porter qu’une couverture plutôt qu’un uniforme carcéral. Cette protestation, appelée Blankets protest (en français : Grève des couvertures), durera jusqu’en 1978. 300 prisonniers sont ainsi nommés “blanket men” car ils sont vêtus de couvertures.

Suite au peu d’impact médiatique de cette protestation, les détenus décident de passer au niveau supérieur et lancent la Dirty protest (ou No-wash protest) en mars 1978 (en français : Grève de l’hygiène).

Les prisonniers refusent de se laver et étalent leurs excréments sur les murs de leur cellule. Ils demandent aux autorités d’accéder à 5 demandes : 1.Le droit de ne pas porter l’uniforme de prisonnier ; 2.Le droit à ne pas participer aux travaux de prisonnier ; 3.Le droit de libre association avec d’autres prisonniers et celui d’organiser des activités éducatives ou récréatives ; 4.Le droit à une visite, une lettre et un colis par semaine ; 5.L’entière restauration de la remise de peine perdue lors de la protestation.

Les autorités politiques n’entrent pas en jeu et les dirigeants de la prison tentent d’empêcher les actes des prisonniers et de maintenir un niveau de propreté acceptable en nettoyant de force les cellules et les prisonniers, mais les détenus persévèrent dans leur combat pendant cinq ans.

À la fin de l’année 1980, les détenus décident d’un moyen plus radical pour attirer l’attention du public sur leur situation : le 27 octobre, 7 d’entre eux entament une grève de la faim, interrompue après 53 jours, suite à un accord ambigu : les prisonniers obtiennent le droit de porter des habits civils mais pas leurs propres habits.

Pendant ce temps-là, Bobby Sands est nommé Officier Commandant des prisonniers de l’IRA a Long Kesh, succédant ainsi à Brendan Hughes qui était un des sept en grève de la faim.

L’accord consécutif à la première grève de la faim est dénoncé le 4 février 1981 par les prisonniers. Bobby Sands refuse de s’alimenter le 1er mars 1981 et entame ainsi sa grève de la faim. L’organisation prévoit cette fois un début progressif des grèves de la faim afin de faire un maximum de publicité à leur mouvement avec un étalement de la détérioration physique voire de la mort des prisonniers sur plusieurs mois.

Peu de temps après le début de cette grève de la faim, un député républicain du Fermanagh et du sud Tyrone meurt et des élections anticipées sont provoquées. La vacance soudaine de ce siège obtenu avec une faible majorité catholique est l’opportunité pour les supporters de Sands et de son combat d’accroitre la pression contre le gouvernement. Ils proposent donc Sands comme candidat à l’élection législative anticipée. Après une campagne électorale fortement médiatisée, Sands remporte le siège le 9 avril 1981 par 30 492 votes contre 29 046 au candidat de l’Ulster Unionist Party, Harry West.

Le gouvernement conserve cependant une attitude de fermeté. Le premier ministre, Margaret Thatcher, déclare : “Nous ne sommes pas prêts à accorder un statut spécial catégoriel pour certains groupes de gens accomplissant des peines à raison de leurs crimes. Un crime est un crime et seulement un crime, ce n’est pas politique”.

Le gouvernement change la loi électorale en introduisant le Representation of the People Act pour prévenir l’élection d’autres prisonniers de l’IRA. Cette loi interdit aux prisonniers condamnés à plus d’un an de prison de se présenter à des élections.

Le 5 mai 1981, Bobby Sands meurt à l’hôpital de la prison après 66 jours de grève de la faim. L’annonce de sa mort a provoqué de nombreuses émeutes dans les quartiers nationalistes en Irlande du Nord. Deux personnes trouveront la mort à cette occasion (un laitier et son fils). Plus de 100 000 personnes ont suivi le cortège lors de ses funérailles. En réponse à une question parlementaire relative à la mort de Bobby Sands, Margaret Thatcher a déclaré à la Chambre des communes : “Monsieur Sands était un criminel condamné. Il a fait le choix de s’ôter la vie. C’est un choix que l’organisation à laquelle il appartenait n’a pas laissé à beaucoup de ses victimes”. (“Mr. Sands was a convicted criminal. He chose to take his own life. It was a choice that his organisation did not allow to many of its victims”.)

En plus de Bobby Sands, six autres membres de l’IRA et trois de l’INLA sont morts des suites de la grève de la faim. L’image de Bobby auprès de la plupart des républicains irlandais et des sympathisants du groupe indépendantiste est celle d’un martyr, étant resté ferme face à l’intransigeance du gouvernement londonien. Au-delà, la position du gouvernement britannique a également choqué nombre de nationalistes s’opposant à l’IRA.

Dans les mois qui ont suivi l’agonie puis la mort de Bobby Sands et de ses compagnons, de par sa couverture médiatique, l’IRA a vu les dons et le nombre de ses membres augmenter sensiblement, et une nouvelle vague de violence remarquable par le durcissement des positions tant des nationalistes que des unionistes.

source : Les archives de la douleur

https://lesarchivesdeladouleur.wordpress.com

VOIR AUSSI :

  • Hunger [Films]

Bobby Untitled

Disponible sur : I Killed The Zeitgeist [album]
Paroles et musique de : Nicky Wire

* * * “The woods are lovely, dark and deep but I have promises to keep and miles to go before I sleep and miles to go before I sleep”

If someone could hold you now
If fate could play a different hand
All if all the broken hearts
Could be fixed not torn apart

Watching shadows on the wall
Some questions are impossible
And does God make a fool of us all
Watch the skies as sadness falls

Bits of me don’t exist anymore
I can’t replace what’s been and gone
Cars and bits of silhuettes
Buy some time and learn to dance

Time comes too soon for you
Memories left to date and bruise
No control we’re all at sea
In a world that’s dissappeared

Broken scremas can kill you dreams
I wish I knew more about your fears
And if I could your eyes i would kiss
And fill up your time with laziness

Lets declare an amnesty
Ambitions dead for all to sea
Shake your fists we’ve grown too fast
Help me love and hold me close
Twist and turn so wonderful
Break your bones I’m coming home

If someone could hold you now
If someone could hold you now
Hold you now

* * *

Bobby sans nom

“Les bois sont solitaires, sombres et profonds mais j’ai des promesses à tenir et des kilomètres à faire avant de dormir et des kilomètres à faire avant de dormir”

Si quelqu’un pouvait te serrer fort maintenant
Si le sort pouvait jouer un autre jeu
Si tous les cœurs brisés
Pouvaient être réparés, pas déchirés

Regardant des ombres sur le mur
Certaines questions sont impossibles
Et est-ce que Dieu se moque de nous tous
Regarde les cieux tandis que la tristesse tombe

Des bouts de moi n’existent plus
Je ne peux remplacer ce qui est parti
Des voitures et des bouts de silhouettes
Gagnent du temps et apprennent à danser

Le moment vient trop rapidement pour toi
Des souvenirs laissés à jaunir
Pas de contrôle, nous sommes en pleine mer
Dans un monde qui a disparu

Des cris brisés peuvent tuer tes rêves
J’aimerais en savoir plus sur tes peurs
Et si je pouvais, j’embrasserais tes yeux
Et je remplierais ton temps de fainéantise

Déclarons une amnistie
Les ambitions sont mortes pour tous ceux en mer
Secoue tes poings, nous avons grandi trop rapidement
Aide moi à aimer et tiens moi fort
Tourne et virevolte si merveilleusement
Casse tes os, je rentre à la maison

Si quelqu’un pourrait te serrer fort maintenant

Posts

The diary of Bobby Sands

Bobby Sands recorded his diary for the first seventeen days of his hunger strike in which he detailed his thoughts and feelings on the momentous task that lay ahead of him. In order to secure his status as Irish political prisoner he was willing to fast til death, an event that would earn him a place in the annals of Irish history and in the hearts and minds of Irish republicans world wide.

Sunday 1st

I am standing on the threshold of another trembling world. May God have mercy on my soul.

My heart is very sore because I know that I have broken my poor mother’s heart, and my home is struck with unbearable anxiety. But I have considered all the arguments and tried every means to avoid what has become the unavoidable: it has been forced upon me and my comrades by four-and-a-half years of stark inhumanity.

I am a political prisoner. I am a political prisoner because I am a casualty of a perennial war that is being fought between the oppressed Irish people and an alien, oppressive, unwanted regime that refuses to withdraw from our land.

I believe and stand by the God-given right of the Irish nation to sovereign independence, and the right of any Irishman or woman to assert this right in armed revolution. That is why I am incarcerated, naked and tortured.

Foremost in my tortured mind is the thought that there can never be peace in Ireland until the foreign, oppressive British presence is removed, leaving all the Irish people as a unit to control their own affairs and determine their own destinies as a sovereign people, free in mind and body, separate and distinct physically, culturally and economically.

I believe I am but another of those wretched Irishmen born of a risen generation with a deeply rooted and unquenchable desire for freedom. I am dying not just to attempt to end the barbarity of H-Block, or to gain the rightful recognition of a political prisoner, but primarily because what is lost in here is lost for the Republic and those wretched oppressed whom I am deeply proud to know as the ‘risen people’.

There is no sensation today, no novelty that October 27th brought. (The starting date of the original seven man hunger-strike) The usual Screws were not working. The slobbers and would-be despots no doubt will be back again tomorrow, bright and early.

I wrote some more notes to the girls in Armagh today. There is so much I would like to say about them, about their courage, determination and unquenchable spirit of resistance. They are to be what Countess Markievicz, Anne Devlin, Mary Ann McCracken, Marie MacSwiney, Betsy Gray, and those other Irish heroines are to us all. And, of course, I think of Ann Parker, Laura Crawford, Rosemary Bleakeley, and I’m ashamed to say I cannot remember all their sacred names.

Mass was solemn, the lads as ever brilliant. I ate the statutory weekly bit of fruit last night. As fate had it, it was an orange, and the final irony, it was bitter. The food is being left at the door. My portions, as expected, are quite larger than usual, or those which my cell-mate Malachy is getting.

Monday 2nd

Much to the distaste of the Screws we ended the no-wash protest this morning. We moved to ‘B’ wing, which was allegedly clean.

We have shown considerable tolerance today. Men are being searched coming back from the toilet. At one point men were waiting three hours to get out to the toilet, and only four or five got washed, which typifies the eagerness (sic) of the Screws to have us off the no-wash. There is a lot of petty vindictiveness from them.

I saw the doctor and I’m 64 kgs. I’ve no problems.

The priest, Fr John Murphy, was in tonight. We had a short talk. I heard that my mother spoke at a parade in Belfast yesterday and that Marcella cried. It gave me heart. I’m not worried about the numbers of the crowds. I was very annoyed last night when I heard Bishop Daly’s statement (issued on Sunday, condemning the hunger-strike). Again he is applying his double set of moral standards. He seems to forget that the people who murdered those innocent Irishmen on Derry’s Bloody Sunday are still as ever among us; and he knows perhaps better than anyone what has and is taking place in H-Block.

He understands why men are being tortured here — the reason for criminalisation. What makes it so disgusting, I believe, is that he agrees with that underlying reason. Only once has he spoken out, of the beatings and inhumanity that are commonplace in H-Block.

I once read an editorial, in late ’78, following the then Archbishop O Fiaich’s ‘sewer pipes of Calcutta’ statement. It said it was to the everlasting shame of the Irish people that the archbishop had to, and I paraphrase, stir the moral conscience of the people on the H-Block issue. A lot of time has passed since then, a lot of torture, in fact the following year was the worst we experienced.

Now I wonder who will stir the Cardinal’s moral conscience…

Bear witness to both right and wrong, stand up and speak out. But don’t we know that what has to be said is ‘political’, and it’s not that these people don’t want to become involved in politics, it’s simply that their politics are different, that is, British.

My dear friend Tomboy’s father died today. I was terribly annoyed, and it has upset me.

I received several notes from my family and friends. I have only read the one from my mother — it was what I needed. She has regained her fighting spirit — I am happy now.

My old friend Seanna (Walsh, a fellow blanket man) has also written.

I have an idea for a poem, perhaps tomorrow I will try to put it together.

Every time I feel down I think of Armagh, and James Connolly. They can never take those thoughts away from me.

Tuesday 3rd

I’m feeling exceptionally well today. (It’s only the third day, I know, but all the same I’m feeling great.) I had a visit this morning with two reporters, David Beresford of The Guardian and Brendan O Cathaoir of The Irish Times. Couldn’t quite get my flow of thoughts together. I could have said more in a better fashion.

63 kgs today, so what?

A priest was in. Feel he’s weighing me up psychologically for a later date. If I’m wrong I’m sorry — but I think he is. So I tried to defuse any notion of that tonight. I think he may have taken the point. But whether he accepts it, will be seen. He could not defend my onslaught on Bishop Daly — or at least he did not try.

I wrote some notes to my mother and to Mary Doyle in Armagh; and will write more tomorrow. The boys are now all washed. But I didn’t get washed today. They were still trying to get men their first wash.

I smoked some ‘bog-rolled blows’ today, the luxury of the Block!

They put a table in my cell and are now placing my food on it in front of my eyes. I honestly couldn’t give a damn if they placed it on my knee. They still keep asking me silly questions like, ‘Are you still not eating?’

I never got started on my poem today, but I’ll maybe do it tomorrow. The trouble is I now have more ideas.

Got papers and a book today. The book was Kipling’s Short Stories with an introduction of some length by W. Somerset Maugham. I took an instant dislike to the latter on reading his comment on the Irish people during Kipling’s prime as a writer: ‘It is true that the Irish were making a nuisance of themselves.’ Damned too bad, I thought, and bigger the pity it wasn’t a bigger nuisance! Kipling I know of, and his Ulster connection. I’ll read his stories tomorrow.

Ag rá an phaidrín faoi dhó achan lá atá na buachaillí anois. Níl aon rud eile agam anocht. Sin sin. (Translated this reads as follows: The boys are now saying the rosary twice every day. I have nothing else tonight. That’s all.)

Wednesday 4th

Fr Murphy was in tonight. I have not felt too bad today, although I notice the energy beginning to drain. But it is quite early yet. I got showered today and had my hair cut, which made me feel quite good. Ten years younger, the boys joke, but I feel twenty years older, the inevitable consequence of eight years of torture and imprisonment.

I am abreast with the news and view with utter disgust and anger the Reagan/Thatcher plot. It seems quite clear that they intend to counteract Russian expansionism with imperialist expansionism, to protect their vital interests they say.

What they mean is they covet other nations’ resources. They want to steal what they haven’t got and to do so (as the future may unfortunately prove) they will murder oppressed people and deny them their sovereignty as nations. No doubt Mr Haughey will toe the line in Ireland when Thatcher so demands.

Noticed a rarity today: jam with the tea, and by the way the Screws are glaring at the food. They seem more in need of it than my good self.

Thursday 5th

The Welfare sent for me today to inform me of my father being taken ill to hospital. Tried to get me to crawl for a special visit with my family. I was distressed about my father’s illness but relieved that he has been released from hospital. No matter what, I must continue.

I had a threatening toothache today which worried me, but it is gone now.

I’ve read Atkins’ statement in the Commons, Mar dheá! (Atkins pledged that the British government would not budge an inch on its intransigent position.) It does not annoy me because my mind was prepared for such things and I know I can expect more of such, right to the bitter end.

I came across some verse in Kipling’s short stories; the extracts of verses before the stories are quite good. The one that I thought very good went like this:

The earth gave up her dead that tide,

Into our camp he came,

And said his say, and went his way,

And left our hearts aflame.

Keep tally on the gun butt score,

The vengeance we must take,

When God shall bring full reckoning,

For our dead comrade’s sake.

‘I hope not,’ said I to myself. But that hope was not even a hope, but a mere figure of speech. I have hope, indeed. All men must have hope and never lose heart. But my hope lies in the ultimate victory for my poor people. Is there any hope greater than that?

I’m saying prayers — crawler! (and a last minute one, some would say). But I believe in God, and I’ll be presumptuous and say he and I are getting on well this weather.

I can ignore the presence of food staring me straight in the face all the time. But I have this desire for brown wholemeal bread, butter, Dutch cheese and honey. Ha!! It is not damaging me, because, I think, ‘Well, human food can never keep a man alive forever,’ and I console myself with the fact that I’ll get a great feed up above (if I’m worthy).

But then I’m struck by this awful thought that they don’t eat food up there. But if there’s something better than brown wholemeal bread, cheese and honey, etcetera, then it can’t be bad.

The March winds are getting angry tonight, which reminds me that I’m twenty-seven on Monday. I must go, the road is just beginning, and tomorrow is another day. I am now 62 kgs and, in general, mentally and physically, I feel very good.

Friday 6th

There was no priest in last night or tonight. They stopped me from seeing my solicitor tonight, as another part of the isolation process, which, as time goes by, they will ruthlessly implement. I expect they may move me sooner than expected to an empty wing. I will be sorry to leave the boys, but I know the road is a hard one and everything must be conquered.

I have felt the loss of energy twice today, and I am feeling slightly weak.

They (the Screws) are unembarrassed by the enormous amount of food they are putting into the cell and I know they have every bean and chip counted or weighed. The damned fools don’t realise that the doctor does tests for traces of any food eaten. Regardless, I have no intention of sampling their tempting morsels.

I am sleeping well at night so far, as I avoid sleeping during the day. I am even having pleasant dreams and so far no headaches. Is that a tribute to my psychological frame of mind or will I pay for that tomorrow or later! I wonder how long I will be able to keep these scribbles going?

My friend Jennifer got twenty years. I am greatly distressed. (Twenty-one-year-old Jennifer McCann, from Belfast’s Twinbrook estate, was sentenced to twenty years’ imprisonment for shooting at an RUC man).

I have no doubts or regrets about what I am doing for I know what I have faced for eight years, and in particular for the last four and-a-half years, others will face, young lads and girls still at school, or young Gerard or Kevin (Bobby’s son and nephew, respectively) and thousands of others.

They will not criminalise us, rob us of our true identity, steal our individualism, depoliticise us, churn us out as systemised, institutionalised, decent law-abiding robots. Never will they label our liberation struggle as criminal.

I am (even after all the torture) amazed at British logic. Never in eight centuries have they succeeded in breaking the spirit of one man who refused to be broken. They have not dispirited, conquered, nor demoralised my people, nor will they ever.

I may be a sinner, but I stand — and if it so be, will die — happy knowing that I do not have to answer for what these people have done to our ancient nation.

Thomas Clarke is in my thoughts, and MacSwiney, Stagg, Gaughan, Thomas Ashe, McCaughey. Dear God, we have so many that another one to those knaves means nothing, or so they say, for some day they’ll pay.

When I am thinking of Clarke, I thought of the time I spent in ‘B’ wing in Crumlin Road jail in September and October ’77. I realised just what was facing me then. I’ve no need to record it all, some of my comrades experienced it too, so they know I have been thinking that some people (maybe many people) blame me for this hunger-strike, but I have tried everything possible to avert it short of surrender.

I pity those who say that, because they do not know the British and I feel more the pity for them because they don’t even know their poor selves. But didn’t we have people like that who sought to accuse Tone, Emmet, Pearse, Connolly, Mellowes: that unfortunate attitude is perennial also…

I can hear the curlew passing overhead. Such a lonely cell, such a lonely struggle. But, my friend, this road is well trod and he, whoever he was, who first passed this way, deserves the salute of the nation. I am but a mere follower and I must say Oíche Mhaith.

Saturday 7th

I received a most welcome note tonight from Bernie, my sister. old Bernie. I love her and think she’s the greatest.

I am now convinced that the authorities intend to implement strict isolation soon, as I am having trouble in seeing my solicitor. I hope I’m wrong about the isolation, but we’ll see.

It’s only that I’d like to remain with the boys for as long as possible for many reasons. If I’m isolated, I will simply conquer it.

A priest was in today, somewhat pleasant, and told me about Brendan O Cathaoir’s article in The Irish Times during the week, which I saw. We had a bit of discussion on certain points, which, of course, were to him contentious. He was cordial in his own practised way, purely tactical, of course, and at the same time he was most likely boiling over inside, thinking of the reference to this week’s AP/RN (February 28th issue) calling him a collaborating middle-class nationalist, or appropriate words to that effect.

He is too, says I, and I sympathise with those unfortunate sons of God who find themselves battling against the poverty, disease, corruption, death and inhumanities of the missions…

I am 61 kgs today, going down. I’m not troubled by hunger pangs, nor paranoiac about anything pertaining to food, but, by God, the food has improved here. I thought I noticed that during the last hunger-strike. Well, there is a lot at stake here.

I got the Irish News today, but there’s nothing in it, that’s why I got it.

I’m looking forward to seeing the comrades at Mass tomorrow, all the younger looking faces, minus the beards, moustaches, long rambling untamed hair matted in thick clumps.

One thing is sure, that awful stage, of the piercing or glazed eyes, the tell-tale sign of the rigours of torture, won’t be gone – if it is ever removed. I wonder is it even conceivable that it could be erased from the mind?

We got a new comrade during the week. Isn’t it inspiring the comrades who keep joining us? I read what Jennifer said in court. (On being sentenced, Jennifer McCann said: ‘I am a Republican prisoner of war and at the moment my comrade Bobby Sands is on hunger-strike to defend my rights as a political prisoner.’) I was touched and proud, she is my comrade.

I’ve been thinking of Mary Doyle and Ellen McGuigan and all the rest of the girls in Armagh. How can I forget them?

The Screws are staring at me perplexed. Many of them hope (if their eyes tell the truth) that I will die. If need be, I’ll oblige them, but my God they are fools. Oscar Wilde did not do justice to them for I believe they are lower than even he thought. And I may add there is only one thing lower than a Screw and that is a Governor. And in my experience the higher one goes up that disgusting ladder they call rank, or position, the lower one gets…

It’s raining. I’m not cold, my spirits are well, and I’m still getting some smokes — decadence, well sort of, but who’s perfect. Bad for your health. Mar dheas anois, Oíche Mhaith.

Sunday 8th

In a few hours time I shall be twenty-seven grand years of age. Paradoxically it will be a happy enough birthday; perhaps that’s because I am free in spirit. I can offer no other reason.

I was at Mass today, and saw all the lads minus their beards, etc. An American priest said Mass and I went to Communion. One of the lads collapsed before Mass, but he’s all right now. Another was taken out to Musgrave military hospital. These are regular occurrences.

I am 60.8 kgs today, and have no medical complaints.

I received another note from my sister Bernie and her boyfriend. It does my heart good to hear from her. I got the Irish News today, which carried some adverts in support of the hunger-strike.

There is a stand-by doctor who examined me at the weekend, a young man whose name I did not know up until now. Little friendly Dr Ross has been the doctor. He was also the doctor during the last hunger-strike.

Dr Emerson is, they say, down with the ‘flu… Dr Ross, although friendly, is in my opinion also an examiner of people’s minds. Which reminds me, they haven’t asked me to see a psychiatrist yet. No doubt they will yet, but I won’t see him for I am mentally stable, probably more so than he.

I read some wild-life articles in various papers, which indeed brought back memories of the once-upon-a-time budding ornithologist! It was a bright pleasant afternoon today and it is a calm evening. It is surprising what even the confined eyes and ears can discover.

I am awaiting the lark, for spring is all but upon us. How I listened to that lark when I was in H-5, and watched a pair of chaffinches which arrived in February. Now lying on what indeed is my death bed, I still listen even to the black crows.

Monday 9th

I have left this rather late tonight and it is cold. The priest Fr Murphy was in. I had a discussion with him on the situation. He said he enjoyed our talk

and was somewhat enlightened, when he was leaving.

On the subject of priests, I received a small note from a Fr S. C. from Tralee, Kerry, and some holy pictures of Our Lady. The thought touched me. If it is the same man, I recall him giving a lecture to us in Cage 11 some years ago on the right to lift arms in defence of the freedom of one’s occupied and oppressed nation. Preaching to the converted he was, but it all helps.

It is my birthday and the boys are having a sing-song for me, bless their hearts. I braved it to the door, at their request, to make a bit of a speech, for what it was worth. I wrote to several friends today including Bernie and my mother. I feel all right and my weight is 60 kgs.

I always keep thinking of James Connolly, and the great calm and dignity that he showed right to his very end, his courage and resolve. Perhaps I am biased, because there have been thousands like him but Connolly has always been the man that I looked up to.

I always have tremendous feeling for Liam Mellowes as well; and for the present leadership of the Republican Movement, and a confidence in them that they will always remain undaunted and unchanged. And again, dare I forget the Irish people of today, and the risen people of the past, they too hold a special place in my heart.

Well, I have gotten by twenty-seven years, so that is something. I may die, but the Republic of 1916 will never die. Onward to the Republic and liberation of our people.

Tuesday 10th

It has been a fairly normal day in my present circumstances. My weight is 59. 3 kgs. and I have no medical problems. I have seen some birthday greetings from relatives and friends in yesterday’s paper which I got today. Also I received a bag of toiletries today.

There is no priest in tonight, but the chief medical officer dropped in, took my pulse, and left. I suppose that makes him feel pretty important.

From what I have read in the newspapers I am becoming increasingly worried and wary of the fact that there could quite well be an attempt at a later date to pull the carpet from under our feet and undermine us — if not defeat this hunger-strike — with the concession bid in the form of ‘our own clothes as a right’.

This, of course, would solve nothing. But if allowed birth could, with the voice of the Catholic hierarchy, seriously damage our position. It is my opinion that under no circumstances do they wish to see the prisoners gain political status, or facilities that resemble, or afford us with the contents of, political status.

The reasons for this are many and varied, primarily motivated by the wish to see the revolutionary struggle of the people brought to an end. The criminalisation of Republican prisoners would help to furnish this end.

It is the declared wish of these people to see humane and better conditions in these Blocks. But the issue at stake is not ‘humanitarian’, nor about better or improved living conditions. It is purely political and only a political solution will solve it. This in no way makes us prisoners elite nor do we (nor have we at any time) purport to be elite.

We wish to be treated ‘not as ordinary prisoners’ for we are not criminals. We admit no crime unless, that is, the love of one’s people and country is a crime.

Would Englishmen allow Germans to occupy their nation or Frenchmen allow Dutchmen to do likewise? We Republican prisoners understand better than anyone the plight of all prisoners who are deprived of their liberty. We do not deny ordinary prisoners the benefit of anything that we gain that may improve and make easier their plight. Indeed, in the past, all prisoners have gained from the resistance of Republican jail struggles.

I recall the Fenians and Tom Clarke, who indeed were most instrumental in highlighting by their unflinching resistance the ‘terrible silent system’ in the Victorian period in English prisons. In every decade there has been ample evidence of such gains to all prisoners due to Republican prisoners’ resistance.

Unfortunately, the years, the decades, and centuries, have not seen an end to Republican resistance in English hell-holes, because the struggle in the prisons goes hand-in-hand with the continuous freedom struggle in Ireland. Many Irishmen have given their lives in pursuit of this freedom and I know that more will, myself included, until such times as that freedom is achieved.

I am still awaiting some sort of move from my cell to an empty wing and total isolation. The last strikers were ten days in the wings with the boys, before they were moved. But then they were on the no-wash protest and in filthy cells. My cell is far from clean but tolerable. The water is always cold. I can’t risk the chance of cold or ‘flu. It is six days since I’ve had a bath, perhaps longer. No matter.

Tomorrow is the eleventh day and there is a long way to go. Someone should write a poem of the tribulations of a hunger-striker. I would like to, but how could I finish it.

Caithfidh mé a dul mar tá tuirseach ag eirí ormsa.

(Translated, this reads as follows): Must go as I’m getting tired.

Wednesday 11th

I received a large amount of birthday cards today. Some from people I do not know. In particular a Mass bouquet with fifty Masses on it from Mrs Burns from Sevastopol Street. We all know of her, she never forgets us and we shan’t forget her, bless her dear heart.

I also received a card from reporter Brendan O Cathaoir, which indeed was thoughtful. I received a letter from a friend, and from a student in America whom I don’t know, but again it’s good to know that people are thinking of you. There were some smuggled letters as well from my friends and comrades.

I am the same weight today and have no complaints medically. Now and again I am struck by the natural desire to eat but the desire to see an end to my comrades’ plight and the liberation of my people is overwhelmingly greater.

The doctor will be taking a blood test tomorrow. It seems that Dr Ross has disappeared and Dr Emerson is back…

Again, there has been nothing outstanding today except that I took a bath this morning. I have also been thinking of my family and hoping that they are not suffering too much.

I was trying to piece together a quote from James Connolly today which I’m ashamed that I did not succeed in doing but I’ll paraphrase the meagre few lines I can remember.

They go something like this: a man who is bubbling over with enthusiasm (or patriotism) for his country, who walks through the streets among his people, their degradation, poverty, and suffering, and who (for want of the right words) does nothing, is, in my mind, a fraud; for Ireland distinct from its people is but a mass of chemical elements.

Perhaps the stark poverty of Dublin in 1913 does not exist today, but then again, in modern day comparison to living standards in other places through the world, it could indeed be said to be the same if not worse both North and South. Indeed, one thing has not changed, that is the economic, cultural and physical oppression of the same Irish people…

Even should there not be 100,000 unemployed in the North, their pittance of a wage would look shame in the company of those whose wage and profit is enormous, the privileged and capitalist class who sleep upon the people’s wounds, and sweat, and toils.

Total equality and fraternity cannot and never will be gained whilst these parasites dominate and rule the lives of a nation. There is no equality in a society that stands upon the economic and political bog if only the strongest make it good or survive. Compare the lives, comforts, habits, wealth of all those political conmen (who allegedly are concerned for us, the people) with that of the wretchedly deprived and oppressed.

Compare it in any decade in history, compare it tomorrow, in the future, and it will mock you. Yet our perennial blindness continues. There are no luxuries in the H-Blocks. But there is true concern for the Irish people.

Thursday 12th

Fr Toner was in tonight, and brought me in some religious magazines.

My weight is 58.75 kgs. They did not take a blood sample because they want to incorporate other tests with it. So the doctor says they’ll do it next week.

Physically I have felt very tired today, between dinner time and later afternoon. I know I’m getting physically weaker. It is only to be expected. But I’m okay. I’m still getting the papers all right, but there’s nothing heartening in them. But again I expect that also and therefore I must depend entirely upon my own heart and resolve, which I will do.

I received three notes from the comrades in Armagh, God bless them again.

I heard of today’s announcement that Frank Hughes will be joining me on hunger-strike on Sunday. I have the greatest respect, admiration and confidence in Frank and I know that I am not alone. How could I ever be with comrades like those around me, in Armagh and outside.

I’ve been thinking of the comrades in Portlaoise, the visiting facilities there are inhuman. No doubt that hell-hole will also eventually explode in due time. I hope not, but Haughey’s compassion for the prisoners down there is no different from that of the Brits towards prisoners in the North and in English gaols.

I have come to understand, and with each passing day I understand increasingly more and in the most sad way, that awful fate and torture endured to the very bitter end by Frank Stagg and Michael Gaughan. Perhaps, — indeed yes! — I am more fortunate because those poor comrades were without comrades or a friendly face. They had not even the final consolation of dying in their own land. Irishmen alone and at the unmerciful ugly hands of a vindictive heartless enemy. Dear God, but I am so lucky in comparison.

I have poems in my mind, mediocre no doubt, poems of hunger strike and MacSwiney, and everything that this hunger-strike has stirred up in my heart and in my mind, but the weariness is slowly creeping in, and my heart is willing but my body wants to be lazy, so I have decided to mass all my energy and thoughts into consolidating my resistance.

That is most important. Nothing else seems to matter except that lingering constant reminding thought, ‘Never give up’. No matter how bad, how black, how painful, how heart-breaking, ‘Never give up’, ‘Never despair’, ‘Never lose hope’. Let them bastards laugh at you all they want, let them grin and jibe, allow them to persist in their humiliation, brutality, deprivations, vindictiveness, petty harassments, let them laugh now, because all of that is no longer important or worth a response.

I am making my last response to the whole vicious inhuman atrocity they call H-Block. But, unlike their laughs and jibes, our laughter will be the joy of victory and the joy of the people, our revenge will be the liberation of all and the final defeat of the oppressors of our aged nation.

Friday 13th

I’m not superstitious, and it was an uneventful day today. I feel all right, and my weight is 58.5 kgs.

I was not so tired today, but my back gets sore now and again sitting in the bed. I didn’t get the Irish News, which makes me think there is probably something in it that they don’t wish me to see, but who cares. Fr Murphy was in tonight for a few minutes.

The Screws had a quick look around my cell today when I was out getting water. They are always snooping. I heard reports of men beaten up during a wing shift …

Nothing changes here.

Sean McKenna (the former hunger-striker) is back in H-4, apparently still a bit shaky but alive and still recovering, and hopefully he will do so to the full.

Mhúscail mé leis an gealbháin ar maidin agus an t-aon smaointe amháin i mo cheann – seo chugat lá eile a Roibeard. Cuireann é sin amhran a scríobh mé; bhfad ó shin i ndúil domsa.

Seo é cib é ar bith.

D’ éirigh mé ar maidin mar a tháinig an coimheádóir,

Bhuail sé mo dhoras go trom’s gan labhairt.

Dhearc mé ar na ballai, ‘S shíl mé nach raibh mé beo,

Tchítear nach n-imeoidh an t-iffrean seo go deo.

D’oscail an doras ‘s níor druideadh é go ciúin,

Ach ba chuma ar bith mar nach raibheamar inár suan.

Chuala mé éan ‘s ni fhaca mé geal an lae,

Is mian mór liom go raibh me go doimhin foai,

Ca bhfuil mo smaointi ar laethe a chuaigh romhainn,

S cá bhfuil an tsaol a smaoin mé abhí sa domhain,

Ni chluintear mo bhéic, ‘s ní fheictear mar a rith mo dheor,

Nuair a thigeann ar lá aithíocfaidh mé iad go mor.

Canaim é sin leis an phort Siun Ní Dhuibir.

(Translated this reads as follows:) I awoke with the sparrows this morning and the only thought in my head was: here comes another day, Bobby — reminding me of a song I once wrote a long time ago.

This is it anyway:

I arose this morning as the Screw came,

He thumped my door heavily without speaking,

I stared at the walls, and thought I was dead,

It seems that this hell will never depart.

The door opened and it wasn’t closed gently,

But it didn’t really matter, we weren’t asleep.

I heard a bird and yet didn’t see the dawn of day,

Would that I were deep in the earth.

Where are my thoughts of days gone by,

And where is the life I once thought was in the world.

My cry is unheard and my tears flowing unseen,

When our day comes I shall repay them dearly.

I sing this to the tune Siun Ní Dhuibir.

Bhí na heiníní ag ceiliúracht inniú. Chaith ceann de na buachaillí arán amach as an fhuinneog, ar a leghad bhí duine éigin ag ithe. Uaigneach abhí mé ar feadh tamaill ar tráthnóna beag inniú ag éisteacht leis na préacháin ag screadáil agus ag teacht abhaile daobhtha. Dá gcluinfinn an fhuiseog álainn, brisfeadh sí mo chroí.

Anois mar a scríobhaim tá an corrcrothar ag caoineadh mar a théann siad tharam. Is maith liom na heiníní.

Bhuel caithfidh mé a dul mar má scríobhain níos mó ar na heiníní seo beidh mo dheora ag rith ‘s rachaidh mo smaointi ar ais chuig, an t-am nuair abhí mé ógánach, b’iad na laennta agus iad imithe go deo anois, ach thaitin siad liom agus ar a laghad níl dearmad deánta agam orthu, ta siad i mo chroí — oíche mhaith anois.

(Translated, this reads as follows:) The birds were singing today. One of the boys threw bread out of the window. At least somebody was eating!

I was lonely for a while this evening, listening to the crows caw as they returned home. Should I hear the beautiful lark, she would rent my heart. Now, as I write, the odd curlew mournfully calls as they fly over. I like the birds.

Well, I must leave off, for if I write more about the birds my tears will fall and my thoughts return to the days of my youth.

They were the days, and gone forever now. But I enjoyed them. They are in my heart — good night, now.

Saturday 14th

Again, another uneventful somewhat boring day. My weight is 58.25 kgs, and no medical complaints. I read the papers, which are full of trash.

Tonight’s tea was pie and beans, and although hunger may fuel my imagination (it looked a powerful-sized meal), I don’t exaggerate: the beans were nearly falling off the plate. If I said this all the time to the lads, they would worry about me, but I’m all right.

It was inviting (I’m human too) and I was glad to see it leave the cell. Never would I have touched it, but it was a starving nuisance. Ha! My God, if it had have attacked, I’d have fled.

I was going to write about a few things I had in my head but they’ll wait. I am looking forward to the brief company of all the lads at Mass tomorrow. You never know when it could be the last time that you may ever see them again.

I smoked some cigarettes today. We still defeat them in this sphere. If the Screws only knew the half of it; the ingenuity of the POW is something amazing. The worse the situation the greater the ingenuity. Someday it may all be revealed.

On a personal note, Liam Og (the pseudonym for Bobby Sands’ Republican Movement contact on the outside), I just thought I’d take this opportunity tonight of saying to your good hard-working self that I admire you all out there and the unselfish work that you all do and have done in the past, not just for the H-Blocks and Armagh, but for the struggle in general.

I have always taken a lesson from something that was told me by a sound man, that is, that everyone, Republican or otherwise, has his own particular part to play. No part is too great or too small, no one is too old or too young to do something.

There is that much to be done that no select or small portion of people can do, only the greater mass of the Irish nation will ensure the achievement of the Socialist Republic, and that can only be done by hard work and sacrifice.

So, mo chara, for what it’s worth, I would like to thank you all for what you have done and I hope many others follow your example, and I’m deeply proud to have known you all and prouder still to call you comrades and friends.

On a closing note, I’ve noticed the Screws have been really slamming the cell doors today, in particular my own. Perhaps a good indication of the mentality of these people, always vindictive, always full of hate. I’m glad to say that I am not like that.

Well, I must go to rest up as I found it tiring trying to comb my hair today after a bath.

So venceremos, beidh bua againn eigin la eigin. Sealadaigh abu.

(Translated, this reads as follows:) So venceremos, we will be victorious someday. Up the Provos.

Sunday 15th

Frank has now joined me on the hunger-strike. I saw the boys at Mass today which I enjoyed. Fr Toner said Mass.

Again it was a pretty boring day. I had a bit of trouble to get slopped out tonight and to get water.

I have a visit tomorrow and it will be good to see my family. I am also looking forward to the walk in the fresh air, it will tire me out, but I hope the weather is good. I must go.

Monday 16th

I had a wonderful visit today with my mother, father and Marcella. Wonderful, considering the circumstances and the strain which indeed they are surely under.

As I expected, I received a lot of verbal flak from Screws going and coming from the actual visit. Their warped sense of humour was evident in their childish taunts, etcetera.

I wrapped myself up well to keep me from the cold. My weight is 58.25 kgs today, but I burnt up more energy today with the visit. I’ve no complaints of any nature.

I’ve noticed the orderlies are substituting slices of bread for bits of cake, etcetera — stealing the sweet things (which are rare anyway) for themselves. I don’t know whether it’s a case of ‘How low can you get?’ or ‘Well, could you blame them?’ But they take their choice and fill of the food always, so it’s the former.

They left my supper in tonight when the priest (Fr Murphy) was in. There were two bites out of the small doughy bun. I ask you!

I got the Sunday World newspaper; papers have been scarce for the past few days.

There is a certain Screw here who has taken it upon himself to harass me to the very end and in a very vindictive childish manner. It does not worry me, the harassment, but his attitude aggravates me occasionally. It is one thing to torture, but quite a different thing to exact enjoyment from it, that’s his type.

There was no mirror search going out to visits today — a pleasant change. Apparently, with the ending of the no-wash protest, the mercenary Screws have lost all their mercenary bonuses, etcetera, notwithstanding that they are also losing overtime and so on. So, not to be outdone, they aren’t going to carry out the mirror search any more, and its accompanying brutality, degradation, humiliation, etcetera.

Why! Because they aren’t being paid for it!

I’m continually wrapped up in blankets, but find it hard to keep my feet warm. It doesn’t help my body temperature, drinking pints of cold water. I’m still able to take the salt and five or six pints of water per day without too much discomfort.

The books that are available to me are trash. I’m going to ask for a dictionary tomorrow. I’d just sit and flick through that and learn, much more preferable to reading rubbish.

The English rag newspapers I barely read, perhaps flick through them and hope that no one opens the door. A copy of last week’s AP/RN was smuggled in and was read out last night (ingenuity of POWs again). I enjoyed listening to its contents (faultless – get off them ! – good lad Danny (Morrison)). I truly hope that the people read, take in and understand at least some of the truths that are to be regularly found in it. I see Paddy Devlin is at his usual tricks, and won’t come out and support the prisoners…

Well, that’s it for tonight. I must go. Oíche Mhaith.

Tuesday 17th

Lá Pádraig inniú ‘s mar is gnách níor thárla aon rud suntasach, bhí mé ar aifreann agus mo chuid gruaige gearrtha agam níos gaire, agus é i bhfad níos fearr freisin. Sagart nach raibh ar mo aithne abhí ag rá ran aifreann.

Bhí na giollaí ag tabhairt an bhia amach do chách abhí ag teacht ar ais ón aifreann. Rinneadh iarracht chun tabhairt pláta bidh domhsa. Cuireadh ós cómhair m’aghaidh ach shiúl mé ar mo shlí mar is nach raibh aon duine ann.

Fuair mé cúpla nuachtán inniú agus mar shaghas malairt bhí an Nuacht na hEireann ann. Táim ag fáil pé an scéal atá le fáil óna buachaillí cibé ar bith.

Choniac mé ceann dona dochtúirí ar maidun agus é gan béasaí. Cuireann sé tuirse ormsa. Bhí mo chuid meachain 57.50 kgs. Ní raibh aon ghearán agam.

Bhí oifigcach isteach liom agus thug sé beagán íde béil domhsa. Arsa sé ‘tchim go bhfuil tú ag léigheadh leabhar gairid. Rudmaith nach leabhar fada é mar ní chrlochnóidh tú é’.

Sin an saghas daoine atá iontu. Ploid orthu. Is cuma liom. Lá fadálach ab ea é. Bhí mé ag smaoineamh inniú ar an chéalacán seo. Deireann daoine a lán faoin chorp ach ní chuireann muinín sa chorp ar bith. Measaim ceart go leor go bhfuil saghas troda.

An dtús ní ghlacann leis an chorp an easpaidh bidh, is fulaingíonn sé ón chathú bith, is greithe airithe eile a bhíonn ag síorchlipeadh an choirp. Troideann an corp ar ais ceart go leor, ach deireadh an lae; téann achan rud ar ais chuig an phríomhrud, is é sin an mheabhair.

Is é an mheabhair an rud is tábhachtaí. Mura bhfuil meabhair láidir agat chun cur in aghaidh le achan rud, ní mhairfidh. Ní bheadh aon sprid troda agat. Is ansin cen áit as a dtigeann an mheabhair cheart seo. B’fhéidir as an fhonn saoirse.

Ní hé cinnte gurb é an áit as a dtigeann sé. Mura bhfuil siad in inmhe an fonn saoirse a scriosadh, ní bheadh siad in inmhe tú féin a bhriseadh. Ní bhrisfidh siad mé mar tá an fonn saoirse, agus saoirse mhuintir na hEireann i mo chroí.

Tiocfaidh lá éigin nuair a bheidh an fonn saoirse seo le taispeáint ag daoine go léir na hEireann ansin tchífidh muid éirí na gealaí.

(Translated, this reads as follows:) St Patrick’s Day today and, as usual, nothing noticeable. I was at Mass, my hair cut shorter and much better also. I didn’t know the priest who said Mass.

The orderlies were giving out food to all who were returning from Mass. They tried to give me a plate of food. It was put in front of my face but I continued on my way as though nobody was there.

I got a couple of papers today, and as a kind of change the Irish News was there. I’m getting any news from the boys anyway.

I saw one of the doctors this morning, an ill-mannered sort. It tries me. My weight was 57.70 kgs. I had no complaints.

An official was in with me and gave me some lip. He said, ‘I see you’re reading a short book. It’s a good thing it isn’t a long one for you won’t finish it.’

That’s the sort of people they are. Curse them! I don’t care. It’s been a long day.

I was thinking today about the hunger-strike. People say a lot about the body, but don’t trust it. I consider that there is a kind of fight indeed. Firstly the body doesn’t accept the lack of food, and it suffers from the temptation of food, and from other aspects which gnaw at it perpetually.

The body fights back sure enough, but at the end of the day everything returns to the primary consideration, that is, the mind. The mind is the most important.

But then where does this proper mentality stem from? Perhaps from one’s desire for freedom. It isn’t certain that that’s where it comes from.

If they aren’t able to destroy the desire for freedom, they won’t break you. They won’t break me because the desire for freedom, and the freedom of the Irish people, is in my heart. The day will dawn when all the people of Ireland will have the desire for freedom to show.

It is then we’ll see the rising of the moon.

 

 

 

 

 

Posts

“Bobby Sands: Nothing But an Unfinished Song”* Denis O’Hearn

This book is superb and should be read by anyone with even a fleeting interest in Irish politics and events. As a biography it is a wonderful account of one of the few truly great 20th century Irish political icons. As an historical record of political change and development in the Irish Republican movement in the 1970s and 1980s – the repercussions of which still resonate today – and the unique role played within it by Bobby Sands, it is an extraordinarily detailed, formidable and unmatched piece of political, social and personal research. And yet the book is also an enthralling read, breathlessly taking the reader through the tumultuous times of one man and his far too short but generation-changing life. Many, many books have been written about Ireland. Very few have achieved the level of empathy for the subject as Nothing But An Unfinished Song. The Sands’ family should feel proud and hugely indebted to the author for placing Bobby Sands in a pivotal position in Irish Republican struggle.

Denis O’Hearn – Bobby Sands: Nothing But an Unfinished Song. Pluto Press. 2006